Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΚΟΣΚΙΝΟ...



Το κόσκινο, ένα ταπεινό αλλά ιδιαίτερα χρήσιμο αντικείμενο που ήταν πάντα κρεμασμένο στην κουζίνα κοντεύει σχεδόν να ξεχαστεί καθώς πια όλα τα προϊόντα κοσκινίζονται στην παρασκευή τους και μπαίνουν από τη συσκευασία κατευθείαν στην κατσαρόλα και στα φαγητά. Έτσι δεν είναι καθόλου παράξενο που πολλά παιδιά το αγνοούν παντελώς και δυσκολεύονται να καταλάβουν παροιμίες του τύπου «τον πέρασα από κόσκινο» κλπ…

Το κόσκινο λοιπόν ήταν ένα στρογγυλό κομμάτι πυκνού πλέγματος από σύρματα που στερεώνονταν σε μια φέτα λεπτού ξύλου ύψους περίπου 15 εκατοστών και ανάλογα με το κενό ανάμεσα τους ήταν και η χρήση του. Άλλο ήταν το κόσκινο για τους σπόρους, άλλο για το αλεύρι και τα αλεσμένα προϊόντα και άλλο για τον τραχανά. Εκεί όμως που ήταν πολύ απαραίτητο ήταν στο ζύμωμα και η σοβαρή νοικοκυρά που ήθελε να φτιάξει καλό ψωμί έπρεπε να κοσκινίσει με πολλή προσοχή και υπομονή το αλεύρι. Το πλέγμα δε στο κόσκινο για το σιτάρι ήταν πιο αραιό για να χωρίζονται οι σπόροι από τα άλλα υλικά, πέτρες, φλούδες και κυρίως την ίρα, ένα παράσιτο που αν αλεστεί μαζί με το σιτάρι πικραίνει πολύ το ψωμί.

Μοιάζει παρωχημένη μια αναφορά σήμερα στα κόσκινα και τις χρήσεις τους να όμως που έρχονται στο νου στο τέλος κάθε χρόνου καθώς τέτοιες ώρες ψιλοκοσκινίζουμε ή χοντροκοσκινίζουμε, τα πεπραγμένα της χρονιάς που πέρασε για να μείνουν πάνω από τη πλέγμα τα καλά και να πέσουν στο πάτωμα τα περιττά, τα άχρηστα, τα τελειωμένα…

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΑΤΛΑΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΕΡΜΟΥ



Κάθε ένας από τους ανθρώπους – αγάλματα που επαιτούν με τον σιωπηλό τους τρόπο τούτες τις ημέρες στην οδό Ερμού έχει και τη δική του πελατεία που διαμορφώνεται κυρίως βάσει των συναισθημάτων που προκαλεί το θέμα της ασάλευτης θωριάς του. Έτσι άλλοι, οι σινεφίλ ως φαίνεται, πλησιάζουν και φωτογραφίζονται με τον Τσάρλι Τσάπλιν για παράδειγμα, γυναίκες και κορίτσια ως επί το πλείστον με την μαντάμ Πομπαντούρ και άλλοι με το θεό Ποσειδώνα που προτιμά να βρίσκεται μπροστά στο ασθενικό συντριβάνι του δρόμου και να κραδαίνει με μουγκρητά τη φοβερή τρίαινά του στους περαστικούς.

Αυτόν όμως που κανένας δεν προσπερνάει αδιάφορα αλλά όλοι σταματούν μπροστά του και τον περιεργάζεται για αρκετή ώρα, είναι ο τιτάνας που ντυμένος ανάλογα και βαμμένος με λαμπερή ώχρα κρατάει στην πλάτη του μια φουσκωμένη υδρόγειο σφαίρα. Όπως ό μυθικός ήρωας Άτλας που κρατούσε για τιμωρία αιωνίως τον ουρανό στην πλάτη του και κάποτε επιχείρησε να τον φορτώσει στην πλάτη του Ηρακλή όταν ο τελευταίος πέρασε από τα μέρη του. Παραλίγο μάλιστα να την πατήσει ο Ηρακλής και να βρίσκεται ακόμα εκεί αλλά με ένα από τα γνωστά τεχνάσματά του, τον ξαναφόρτωσε στον Άτλαντα κι έτσι αυτός συνέχισε απρόσκοπτα τα κατορθώματα για τα οποία έμεινε στην ιστορία.

Πιθανόν κάτι τέτοιο να σκέφτονται οι άνθρωποι σαν στέκονται μπροστά στον άνθρωπο – άγαλμα, τον περιεργάζονται με αρκετή ώρα αλλά κανένας δεν δείχνει τη διάθεση να τον ξεκουράσει έστω για λίγο φοβούμενος μήπως ο Άτλας κόψει πέρα και τον αφήσει με τη γη στην πλάτη και άντε μετά αυτός να βρει το επόμενο κορόιδο να την φορτώσει. Έτσι ο Κωνσταντίνος Σπυριάδης (έτσι μας πληροφορεί μια σελίδα από ιταλικό περιοδικό λέγεται ο άνθρωπος άγαλμα και ο οποίος γύρισε τη γη με αυτό τον τρόπο) μένει εκεί ασάλευτος και περιμένει τον περαστικό να φωτογραφηθεί δίπλα του και να βγάλει μεροκάματο.

Οι περισσότεροι μάλιστα που φωτογραφίζονται δίπλα του δείχνουν από το ύφος τους πως συμμερίζονται τον τιμωρημένο Άτλαντα καθώς κι αυτοί είναι φορτωμένοι με όλα τα προβλήματα της ζωής αλλά στην περίπτωσή τους σαφώς και πρέπει να είναι ελαφρότερα. Δεν έχει όμως σημασία αυτό, η ευθύνη είναι ίδια, τόσο για τον τιτάνα που επ’ ουδενί λόγω δεν πρέπει να λυγίσει τα γόνατά του γιατί θα πέσει ο ουρανός και θα πλακώσει τον κόσμο τόσο και για τον άνθρωπο που και κι αυτός με τίποτα δεν πρέπει να λυγίσει από τα βάρη της ζωής γιατί θα τον πλακώσουν τα προβλήματα και μετά δεν πρόκειται ποτέ να σηκώσει πια κεφάλι…

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Η ΚΑΚΟΜΟΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ



Δεν ξέρω τι γνώμη έχετε για το άθλιο θέαμα που εκτυλίσσεται καθημερινά στο Σύνταγμα και στα πέριξ της Ερμού, αλλά κάποια πράγματα κατά τη γνώμη μου έχουν τα όριά τους, την ηθική τους και την αισθητική τους και λίγο – πολύ μας χαρακτηρίζουν σαν κοινωνία.

Ένα από αυτά τα πολλά, είναι η κακομεταχείρηση που υφίστανται τα πόνυ, τα αλογάκια της Σκύρου που στα χέρια επιτηδείων γίνονται (τρομάρα μας) εργαλεία διασκέδασης των παιδιών για πέντε ευρώ την ολιγόλεπτη ανάβαση στην πλάτη τους. Λέω εργαλεία διασκέδασης γιατί αυτά που ισχυρίζονται οι ιδιοκτήτες τους ή οι βαλκάνιοι εκμεταλλευτές τους περί γνωριμίας των παιδιών με το προστατευόμενο και μοναδικό είδος αλόγων, είναι φτηνές δικαιολογίες που δεν χωράνε σε καμιά υγιή σκέψη. Οι άνθρωποι αυτοί με εντελώς αυθαίρετο τρόπο και πέρα φαντάζομαι από τις επιταγές του κάθε νόμου, περιφέρουν τα άτυχα ζωντανά από πανηγύρι σε πανηγύρι και κερδίζουν από τη βλακεία του κόσμου και τη λανθάνουσα φιλοζωία μας αρκετά χρήματα. Είναι σαφώς δικαίωμά τους αυτό αφού κατέχουν το αλογάκι αλλά οι δραστηριότητές τους δεν συνάδουν με το γενικό αίσθημα που υπαγορεύει την φροντίδα και την προστασία για το μοναδικό αυτό είδος ζώου. Αίσθημα που σαφώς θα ήθελε τα ζώα να μείνουν στον τόπο τους να πολλαπλασιαστούν και να αναπτυχθούν κανονικά και όποιος θέλει να τα γνωρίσει να πηγαίνει εκεί να τα βλέπει κι έτσι να αυξηθεί και το τουριστικό ρεύμα όλο το χρόνο σε αυτό το ξεχασμένο νησί.



Αντ’ αυτού όμως τα βλέπουμε τσακισμένα από την κακοπέραση και ναρκωμένα από το στρες να περιφέρονται από κάποιες συντεχνίες αλλοδαπών κυρίως στην καρδιά της Αθήνας, να τα παρκάρουν μπροστά στη Βουλή των Ελλήνων και να βόσκουν στο γκαζόν της πλατείας Συντάγματος για να διασκεδάσουν κάποια παιδάκια που κανένας μέχρι σήμερα δεν φρόντισε να τους μάθει τι είναι η αληθινή φύση και πως συμπεριφερόμαστε στα ζωντανά. Χώρια που κανένας δεν ξέρει σε τι κατάσταση βρίσκεται η υγεία τους και αν ενδεχομένως έχουν κάποια αρρώστια που μπορεί να βλάψει τον άνθρωπο – όπως κοτόπουλα, γουρούνια κλπ που μας απασχολούν μονίμως με τις γρίπες τους.



Πιστεύω πως μέσα σε αυτό το απέραντο τσίρκο που είναι η Αθήνα δεν υπάρχει κανένας υπεύθυνος για αυτά τα ζώα. Ούτε κανένας πάλι νομίζω πως υπάρχει να εμποδίσει τους άθλιους «ιδιοκτήτες» τους να τα φέρνουν στο Σύνταγμα ή κάποια υπηρεσία τέλος πάντων, αφού στην κοινωνία μας έχουν τιμή και αγοράζονται, να θεσπίσει ένα κανονισμό γι’ αυτά. Επειδή ξέρω πάλι πως καμία φιλοζωϊκή οργάνωση ή άλλη οικολογική δεν δείχνουν ενδιαφέρον γι’ αυτά τα ζώα, οι πρώτες λόγω πραγματικής αδυναμίας να διαχειριστούν το είδος και οι δεύτερες λόγω άλλων προτεραιοτήτων (εμ δεν είναι αρκούδα το πόνυ) νομίζω πως η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ως πολίτες είναι η απόλυτη περιφρόνηση προς τους μουλαράδες και τους δημοτικούς άρχοντες που απαξιώνουν την πόλη και προσβάλλουν τη ζωή μας με αυτό τον τρόπο.


Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ...


Άλλο πράγμα θυμάμαι ήταν τα περασμένα χρόνια η κατάλευκη ύπαιθρος και τα χιονισμένα δάση του Τυμφρηστού και άλλο πράγμα ο βαρύς χειμώνας μέσα και γύρω στα χωριά που κυκλοφορούσαν ακόμα πολλοί άνθρωποι και ζωντανά κάθε είδους και άφηναν τα σημάδια από το πέρασμά τους στα χωράφια, τις αυλές και τους δρόμους. Βάσει αυτών μάλιστα, ο καθένας μπορούσε να καταλάβει ένα σωρό πράγματα – από το ποιος πάτησε το χιόνι μέχρι την υγεία του όποιου σκύλου και του κοπαδιού ακόμη που πήγε στη βρύση να ποτιστεί…

Η κατάλευκη εξοχή εκείνα τα χρόνια ήταν ένας χώρος που το χιόνι την καθιστούσε άβατο για τους περισσότερους ανθρώπους πλην ορισμένων ξωμάχων κτηνοτρόφων που είχαν τις καλύβες τους στα χωράφια τους και πηγαινοέρχονταν φροντίζοντας τα ζωντανά τους και λίγων συγχωριανών που τους άρεσε να βγαίνουν για κυνήγι. Τότε θυμάμαι δεν ίσχυαν οι σχετικές απαγορεύσεις, τα θηράματα ήταν εν αφθονία κι έτσι όποιος διέθετε όπλο έβγαινε μια βόλτα στα χωράφια να χτυπήσει κανένα πουλί και σπανιότερα κάποιο λαγό για νοστιμέψει λιγάκι το μονίμως χειμαζόμενο τραπέζι της φτωχής οικογένειας.

Στο δάσος πήγαιναν επίσης και οι κτηνοτρόφοι -πάντοτε κρυφά και με το φόβο του δασοφύλακα- να κόψουν κλαδιά ελάτων και μελά να ταΐσουν τα αρνοκάτσικά τους γιατί οι αποθηκευμένες ζωοτροφές δεν τους επαρκούσαν. Το χλωρό έλατο ήταν μια καλή και θρεπτική τροφή για τα ζώα και ιδιαίτερα για αυτά που είχαν γεννήσει και θήλαζαν. Έτρωγαν μέχρι και τη φλούδα των κλαδιών και κάποιες φορές το γάλα τους είχε γεύση ελάτου, όπως άλλωστε και των αγελάδων χαμομήλι από το σανό που είχε μέσα αυτό το μυρωδάτο φυτό. Ο μελάς (το γνωστό ως γκι, είναι ένα παράσιτο των ελάτων κυρίως με πολύ τρυφερά φύλλα το οποίο ήταν επίσης εξαιρετική τροφή των ζώων που στέγνωνε το στόμα τους από την ξηρά τροφή αλλά απαιτούσε ιδιαίτερη τόλμη από όποιον επιχειρούσε να ανεβεί το δέντρο και δεν ήταν σπάνιο να υπάρχουν θύματα από αυτή την ενέργεια.

Φυσικά ουδέποτε θυμάμαι το χιονισμένο τοπίο εκείνα τα χρόνια να αποτελούσε αισθητική συγκίνηση - πόσο μάλλον να ενέπνεε κάποια διάθεση απόλαυσης καθώς εκείνες οι αγροτικές κοινωνίες το έβλεπαν ως δεσμά στον τόπο και στοιχείο αποκλεισμού. Είχαν βέβαια το λόγο τους να βλέπουν έτσι το χειμώνα γιατί μια παράταση του χιονιού στο έδαφος έστω για λίγες ημέρες απ’ όσο είχαν υπολογίσει, είχε πολλές φορές θλιβερά αποτελέσματα για την κτηνοτροφία τους. Κι αυτό επειδή δεν διέθεταν μεγάλους χώρους αποθήκευσης ζωοτροφών ή απλά δεν είχαν την απαραίτητη έκταση να τις καλλιεργήσουν και πολλές φορές τα ζωντανά τους πείναγαν. Ούτε δρόμοι υπήρχαν – και να υπήρχαν δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν ζωοτροφές από άλλο μέρος κι έτσι διέτρεχαν πάντα τον κίνδυνο να χάσουν το κοπάδι τους. Κι από τους συγχωριανούς τους πάλι δεν μπορούσαν να ζητούσουν ούτε ένα δεμάτι κλαρί γιατί όλοι βρίσκονταν στην ίδια θέση.

Εκείνα τα χρόνια επίσης λίγα ήταν τα χωριά που είχαν σωστούς δρόμους που να τα συνδέουν με τον έξω κόσμο και αν είχαν, μέχρι να έρθουν τα μηχανήματα να τους καθαρίσουν από το χιόνι κόντευε πολλές φορές να πιάσει ο Μάρτης. Έτσι, όποιος είχε ανάγκη να βγει έξω από το χωριό δεν είχε άλλη επιλογή από το να πάει με τα πόδια ως τον κοντινότερο ανοιχτό δρόμο κι από εκεί αν έβρισκε μέσο να προωθηθεί στον προορισμό του. Σημειώνουμε πως αυτή η έξοδος γινόταν μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης και στην επιχείρηση συμμετείχε πολλές φορές σχεδόν ολόκληρο το χωριό και όλοι αγωνιούσαν μέχρι να μάθουν πως ο συγχωριανός τους έφθασε ασφαλής εκεί που ήθελε.

Από πού και πώς να το μάθουν, ήταν κι αυτό ένα ζήτημα καθώς ποτέ δεν ήταν σίγουρο πως ένα χιονισμένο δέντρο δεν θα έπεφτε πάνω στα σύρματα του τηλεφώνου και αν η βλάβη ήταν εύκολο να αποκατασταθεί από τους τεχνικούς του ΟΤΕ. Το ίδιο ίσχυε βέβαια και για όσα χωριά είχαν ηλεκτρικό γιατί από το βάρος του χιονιού κόβονταν συνεχώς τα σύρματα και άντε να ψάχνουν οι τεχνικοί της ΔΕΗ τώρα που ήταν η βλάβη και πώς να την διορθώσουν. Βέβαια το ηλεκτρικό ήταν το τελευταίο που απασχολούσε τους χωριάτες γιατί ακόμα δεν είχαν γεμίσει τα σπίτια με ηλεκτρικές συσκευές και ευαίσθητα προϊόντα που απαιτούσαν ψυγεία.

Το πώς άνοιγαν τους δρόμους μέσα στα χωριά ήταν κάτι το ιδιαίτερα απλό. Τον πρώτο που πάταγε το χιόνι ακολουθούσε ένας άλλος και πατημασιά στην πατημασιά άνοιγε το αυλάκι που τους επέτρεπε να πάνε από σπίτι σε σπίτι, στις καλύβες ,στα καφενεία, την εκκλησία και το σχολείο το οποίο ακόμα και με ένα μέτρο χιόνι λειτουργούσε. Ήταν βλέπετε τότε όλα τα παιδιά μαθημένα από δυσκολίες και μπορούσαν να βαδίσουν αρκετή απόσταση μέσα στο χιόνι κι ακόμα, επειδή με το πολύ χιόνι δεν υπήρχαν εργασίες στα χωράφια και στα κοπάδια που έπρεπε να συμμετάσχουν ο βαρύς χειμώνας ήταν μια καλή ευκαιρία για περισσότερη ίσως μελέτη και προσοχή στα πράγματα και τα διδάγματα του σχολείου.

Ένας μονοπάτι πάλι που άνοιγε υποχρεωτικά ο πρώτος που δεν είχε φροντίσει όσο ήταν καλός ο καιρός να έχει στο αμπάρι του αρκετό αλεύρι και μετά ακολουθούσαν οι άλλοι, ήταν αυτό που οδηγούσε στο μύλο του χωριού ενώ σε έκτακτες περιπτώσεις, όλοι οι χωριανοί άνοιγαν με φτυάρια το δρόμο ως το νεκροταφείο.

Σήμερα βέβαια τα πράγματα έχουν εντελώς αλλάξει και ο χειμώνας ακόμη και για τους λίγους εναπομείναντες μόνιμους κατοίκους των ορεινών χωριών μεταβάλλεται σε ένα στοιχείο κατανάλωσης όπως αυτή προβάλλεται από τα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά. Ο χειμώνας σύμφωνα με αυτή την αντίληψη είναι μια εποχή που ο καταναλωτής πρέπει να επισκεφτεί τα ορεινά χωριά, να μείνει σε ξενώνες που να έχουν ικανοποιητική θέρμανση και απαραίτητα μεγάλο τζάκι. Να πάνε στην ταβέρνα με τα παραδοσιακά προϊόντα, όπως χοιρινό από το σούπερ μάρκετ της κοντινής πόλης, τυρί από την τάδε γαλακτοβιομηχανία, ψωμί από φούρνο της πόλης και άλλα τέτοια που ενθουσιάζουν τους επισκέπτες οι οποίοι δεν ξεχνούν επίσης να αγοράσουν και χωριάτικα λουκάνικα, παραδοσιακά γλυκά, κρασιά, τσίπουρα και άλλα αγαθά που παράγονται οπουδήποτε της Ελλάδας αλλά βαφτίζονται τοπικά μόλις περάσουν το κατώφλι κάθε χωριού και τα ίδια μπορείς να βρεις οπουδήποτε αλλού με διαφορετική εννοείται ετικέτα.

Δεν υπάρχει πλέον ο χειμώνας που ξέραμε αλλά μια εποχή που ανεξάρτητα από το κρύο και τα χιόνια μοιάζει απελπιστικά με όλες τις άλλες του χρόνου και τη διαφορά της κάνουν οι γιορτές των Χριστουγέννων και του νέου έτους όπως το Πάσχα για την άνοιξη ή ο Δεκαπενταύγουστος για το καλοκαίρι. Μια εποχή που το νόημά της έχει χαθεί κάτω από την ομοιομορφία της άνεσης που όλοι επιθυμούν να έχουν σαν κινούνται στο σκηνικό που είναι πλέον ολόκληρη η χώρα. Ένα σκηνικό που κατεβαίνει μόλις εξοφληθεί ο λογαριασμός μιας ακόμη εξόδου στην άδεια ελληνική περιφέρεια και αρχίσει το ταξίδι της επιστροφής…

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ



Το χιόνι είναι ένα φαινόμενο που σαφώς δεν κάνει διακρίσεις και ανάλογα με την έντασή του και το υψόμετρο του τόπου, όταν πέφτει πάνω σε κάθε πράγμα της γης του αυξάνει το ύψος από λίγα εκατοστά μέχρι πολλές φορές το ένα μέτρο. Το χιόνι δεν μπορεί να πέσει περισσότερο στο ένα χωράφι ή λιγότερο στο άλλο ή να καλύψει μια στέγη και να αφήσει άδεια τη διπλανή της. Ένας παράγοντας πάλι που κάποιες φορές επηρεάζει το ύψος του χιονιού είναι ο δυνατός αέρας, τα νερά που τρέχουν στην επιφάνεια της γης, το είδος και η μορφή των δέντρων και βεβαίως το υλικό που είναι φτιαγμένη η όποια στέγη.

Στην πρώτη περίπτωση ο αέρας όταν είναι δυνατός, αρπάζει κυριολεκτικά τις νιφάδες προτού ακόμα πέσουν στη γη και τις στοιβάζει στα σημεία που κόβεται η έντασή του και συχνά δημιουργεί στρώματα ύψους πολλών μέτρων. Αυτό συμβαίνει στις ανοιχτές πλαγιές των βουνών που ο αέρας κυριολεκτικά ξυρίζει τις εκτεθειμένες σε αυτόν γυμνές επιφάνειες και οδηγεί το χιόνι στις βαθιές χαράδρες όπου το ύψος του πολλές φορές είναι απύθμενο. Όταν πάλι πέφτει πάνω σε τρεχούμενα νερά ή σημεία που ποτίζονται από πηγές, ένας όγκος από τη μάζα του λιώνει και κυλά αόρατο κάτω από το στρώμα που διαρκώς χάνει ύψος εκτός από την περίπτωση που παγώσει οπότε και κερδίζει λίγους πόντους σε ύψος.

Το ύψος του χιονιού πάνω στα δέντρα ποτέ δεν είναι ίδιο. Αλλιώς στοιβάζεται πάνω στα έλατα και στα αειθαλή, αλλιώς πάνω στις λεύκες κι αλλιώς πάνω στους θάμνους. Στα ελατοδάση για παράδειγμα επικάθεται βαριά πάνω στα κλαδιά των ελάτων και ανάλογα με την αντοχή τους παραμένει εκεί αρκετές ημέρες ενώ στις λεύκες, λόγω του ύψους τους και τον αέρα πολύ σπάνια και μόνο σαν είναι χαμηλές οι θερμοκρασίες μπορεί να δημιουργήσει ένα λεπτό στρώμα. Το ίδιο γίνεται και με τα υπόλοιπα φυλλοβόλα αλλά ανάλογα σε κάθε είδος είναι και οι συνέπειες στα κλαδιά του από το βάρος του χιονιού.

Στις καρυδιές για παράδειγμα, όπως και στις μηλιές ή τις καστανιές όταν στα κλαδιά τους μαζευτεί μεγάλος όγκος χιονιού τότε σπάζουν ενώ το φαινόμενο είναι πιο σπάνιο στις κερασιές ή στις φουντουκιές που τα κλαδιά τους έχουν άλλη διάταξη πάνω στον κορμό. Οι θάμνοι: κέδρα, πουρνάρια, φιλίκια ακόμα και οι πυράκανθοι δεν έχουν πρόβλημα από τον όγκο του χιονιού λόγω της απόστασης των κλαδιών τους από το έδαφος ενώ πολλές φορές βρίσκονται στη δεινή θέση να φορτωθούν στις πλάτες τους και το χιόνι που πέφτε από τα κλαδιά των υπερκείμενων από αυτούς δέντρων και τότε επιστρατεύουν την υπομονή τους.

Σε γενικές γραμμές πάντως το χιόνι λειτουργεί ως ο αόρατος μέγας ξυλοκόπος γιατί με το βάρος του επιτελεί το μέγα έργο της αφαίρεσης από τα δέντρα των νεκρών και ασθενικών κλάδων οι οποίοι καθώς πέφτουν παρασύρουν στο έδαφος από το ίδιο αλλά και τα παρακείμενα δέντρα πολλά υγιή κλαδιά. Έτσι δημιουργούν κάτω από το δέντρο ένα στρώμα από καυσόξυλα με τα οποία πορεύονταν παλαιότερα οι κάτοικοι των παραδασόβιων χωριών ενώ τώρα ουδείς ασχολείται με αυτά και στις ημέρες μας αποτελούν τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για την ανάφλεξη των δασών.

Είναι φορές όμως και ιδιαίτερα όταν ενσκήπτει έντονος νοτιάς ο οποίος φέρνει και πολύ βαρύ χιόνι ορισμένα δέντρα να λυγίσουν από το βάρος και να πέσουν στη γη παρασύροντας πότε λίγα αλλά και κάποιες φορές ολόκληρες συστάδες στο θάνατο. Έτσι παρατηρούμε πολλές φορές μεγάλες γυμνές λωρίδες μέσα στο δάσος και τούτο οφείλεται ακριβώς στην αδυναμία των δέντρων να σηκώσουν το βάρος του χιονιού. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα δέντρα καλούνται «κατακείμενα» και τα οποία είναι τα μόνα τα οποία μπορούν να απομακρύνουν από το δάσος για να καλύψουν τις ανάγκες τους αλλά αν δεν είναι δίπλα στο δρόμο αφήνονται να σαπίσουν και να γίνουν λίπασμα για τις επερχόμενες γενιές των δέντρων και του κόσμου του δάσους.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Ο ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΣ ΠΟΥ ΜΕ ΕΜΠΝΕΕΙ...


Τώρα που σιγά – σιγά μαζεύει ο χρόνος και ότι είχαμε να πούμε για τις εκλογές τα είπαμε, ήρθε η ώρα να σκεφτούμε πως την επόμενη ημέρα ο λόγος ανήκει πάλι στον τόπο ο οποίος μας ενέπνευσε και θα συνεχίζει να μας εμπνέει. Στην περίπτωση, ο Τυμφρηστός, το ψηλό βουνό της δικής μου μικρής πατρίδας που ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα δεν θα πάψει να φοβάται την «ανάπτυξη» που πολλοί και διάφοροι ευαγγελίζονται σε βάρος του φυσικά. Πάντως μπορεί να μη λάμπει ανοιξιάτικος όπως στη φωτογραφία, αλλά και φθινοπωρινός με τα συννεφάκια του και τις ομίχλες του σήμερα ήταν υπέροχος και μπορούσες ώρες ατέλειωτες να τον καμαρώνεις από το δάσος που άρχισε να ετοιμάζεται για το χειμώνα…

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

ΘΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΝ ΟΙ ΠΕΛΑΡΓΟΙ;



Ήταν μια ζωγραφιά στον αέρα της κοιλάδας του άνω Σπερχειού φέτος το καλοκαίρι οι πελαργοί και όλοι αναρωτιούνται αν θα γυρίσουν την επόμενη άνοιξη…


Τα βατράχια, σαν αυτά που είδατε σε προηγούμενο δημοσίευμα να πεθαίνουν από τη ρύπανση στον χάντακα της Ξυνιάδας είναι ζωντανά που δεν ενοχλούν κανένα και αποτελούν την τροφή μιας ατέλειωτης σειράς άλλων πλασμάτων που χωρίς αυτά δεν θα μπορούσαν να ζήσουν. Προϋπόθεση λοιπόν για να υπάρχει κάποιος αριθμός αρπακτικών πουλιών σε κάποιο τόπο είναι να υπάρχει και ο ανάλογος πληθυσμός βατράχων και άλλων αμφιβίων, όπως τα νερόφιδα για παράδειγμα που αποτελούν ένα ενδιάμεσο κρίκο στην αλυσίδα της ζωής όπου για την επιβίωση οι συναισθηματισμοί είναι περιττοί…
Μεγάλο και ελπιδοφόρο παράδειγμα για την συνέχεια της ζωής στις όχθες του Σπερχειού, ειδικά στην περιοχή του Δήμου Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού όπου και αρχίζει η ρύπανση του ποταμού από το πρωτόγονο δίκτυο αποχέτευσης είναι οι πελαργοί που εδώ και μερικά χρόνια φτιάχνουν τις φωλιές τους στις κολώνες της ΔΕΗ στο Νεoχωράκι, απέναντι από το βεντζινάδικο του Γκίκα. Φέτος μάλιστα στη φωλιά μεγάλωσαν τέσσερα πελαργόπουλα και είχαμε τη χαρά στις αρχές του Αυγούστου να φωτογραφήσουμε κάποιες στιγμές της εκπαίδευσής τους πριν φύγουν για τα μέρη της Αφρικής που μπορεί να μην ξαναγυρίσουν!
Στη σκέψη μου όμως ένα ερώτημα που οι ρίζες του αρδεύονται συνεχώς από την εικόνα που παρουσιάζει εκεί ο ποταμός Σπερχειός, άρχισε να ωριμάζει και από ρητορεία να γίνεται δημόσιος λόγος που ζητά απάντηση: Πως εξαφανίστηκαν οι πελαργοί από την περιοχή και ποιος τέλος πάντων ευθύνεται γι’ αυτή τη σημαντική απουσία από το οικοσύστημα;
Κανένας δεν είναι σε θέση να απαντήσει πως από ένας παράδεισος που ήταν όχι μόνο η άνω κοιλάδα του Σπερχειού, αλλά ο ποταμός σε όλο το μήκος του έγινε οχετός που ρυπαίνει τις όχθες του, μολύνει τον υδροφόρο ορίζοντα και καταλήγει στον Μαλιακό φορτωμένος δηλητήρια και σκοτώνει τη ζωή σε αυτόν τον ευαίσθητο κόλπο. Το κακό επίσης είναι ότι ενώ λόγω της τραγικής αποψίλωσης του πληθυσμού όλων των χωριών και των κωμοπόλεων από τη Λαμία μέχρι τις Ράχες Τυμφρηστού να μην παρουσιάζονταν τέτοιο πρόβλημα, τα πράγματα δείχνουν πως έχουμε φτάσει στο χωρίς επιστροφή σημείο.
Σκέφτομαι πως αν κατοικούσαν στον Άγιο Γεώργιο για παράδειγμα 1500 άνθρωποι (τόσοι ήταν περίπου το 1970 που πήγα στο Γυμνάσιο) και όχι καμιά 300αριά που είναι σήμερα, ο Σπερχειός σίγουρα δεν θα διέφερε από τον Κηφισό ή τον δύστυχο Ασωπό. Αναλογικά το ίδιο σκέφτομαι για τον Τυμφρηστό και όλα τα χωριά ως τη Μακρακώμη που σε σχέση με την προαναφερόμενη χρονολογία έχουν χάσει το 70% και άνω του πληθυσμού τους. Κι ακόμη, καμιά σοβαρή βιομηχανία που να δημιουργεί ρύπανση λειτουργεί σιμά του.
Τι συμβαίνει λοιπόν, ένας τόσο μικρός πληθυσμός ανθρώπων να ρυπαίνει τόσο πολύ τον ποταμό; Απλά, ένας τρόπος ζωής που υιοθετήθηκε πριν από 40 περίπου χρόνια και σιγά – σιγά επικράτησε είναι τελικά ο λόγος αν δεν αλλάξει, τότε θα πεθάνει όλος ο τόπος. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη δική μου μικρή πατρίδα, αλλά σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης και του κόσμου ολόκληρου. Κι αυτό δεν είναι κάτι που λέω μόνο εγώ, οι πάντες το συζητάνε αλλά κανένας δεν παίρνει την απόφαση να κάνει το πρώτο βήμα για μια άλλη εποχή…

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ "ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ"!


 

Καθώς μπαίνουμε στην τελική ευθεία για τις εκλογές και κάποιοι, «σαν από καιρό έτοιμοι…», δεν χρειάστηκε και πολύ να τα περάσουν στα προγράμματά τους κι ένα χέρι «πράσινης ανάπτυξης» για να δείξουν το οικολογικό τους πρόσωπο!
Αυτοί λοιπόν δεν λένε πως επί τριάντα και βάλε χρόνια δεν έκαναν ότι έπρεπε να προστατεύσουν τη φύση (το σπίτι που ζούμε όλοι μας δηλαδή) αλλά έρχονται τώρα και ζητάνε και τα ρέστα επιμένοντας μάλιστα πως σαν πληρώσουμε τη ζημιά που έγινε εξαιτίας της άθλιας μικροπολιτικής τους όλα θα αποκατασταθούν.
Το χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής του εύκολου και χυδαίου κέρδους είναι η λίμνη Ξυνιάδα η οποία αποξηράνθηκε με καταστροφικό τρόπο και εξαιτίας της εγκληματικής διαχείρισης κατά τα τελευταία 30 χρόνια, από παράδεισος κατάντησε μια κόλαση ρύπων για ανθρώπους, ζωντανά, δέντρα.
Το κραυγαλέο παράδειγμα αυτής της επικίνδυνης πλέον περιοχής είναι ο δύστυχος βάτραχος της πρώτης φωτογραφίας ο οποίος είναι ακίνητος από τη χαύνωση που έχει πάθει από τη μόλυνση και δεν αποκλείεται η βουτιά που θα κάνει στο πηχτό από τη ρύπανση νερό του χάντακα να είναι η τελευταία γι’ αυτόν.
Στη μεσαία φωτογραφία είναι ένας άλλος βάτραχος που ζει πιο άνετα γιατί στο σημείο του χάντακα που βρίσκεται χάρη κάποιων άλλων καταστάσεων, το νερό δεν είναι καλυμμένο από την ασφυκτική, δηλητηριασμένη κρούστα της ρύπανσης.
Το γεγονός αποτελεί σημάδι ελπίδας και δηλώνει ότι με λίγη προσπάθεια η λίμνη μπορεί να ξαναγίνει ο παράδεισος που ήταν… 

Την τραγική κατάσταση στον μολυσμένο χάντακα συμπληρώνει η τρίτη φωτογραφία, όπου ένα νερόφιδο μετά βίας προσπαθεί να κινηθεί μέσα σε ένα νερό που έχει πήξει από τους ρύπους και τα απόβλητα των εργοστασίων.

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΟ




Η πρώτη εντύπωση που έχει κάποιος που θα περάσει από τον Ομαλό (το μεγάλο οροπέδιο στα Λευκά Όρη της Κρήτης) είναι πως σε αυτό τον τόπο οι άνθρωποι είναι περαστικοί. Τούτο δηλώνουν εξάλλου κάποιες ταβέρνες που προφανώς εξυπηρετούν όσους κατευθύνονται προς το φαράγγι της Σαμαριάς ενώ ένα παρατημένο μικροχώρι δεν κάνει αίσθηση σε κανέναν να σταματήσει έστω για λίγα λεπτά εκεί.  
Στην κατεύθυνση προς το Λιβυκό, δίπλα από το δρόμο διακρίνονται κάποιες ερειπωμένες αγροτικές εγκαταστάσεις και λίγα ακαλαίσθητα σπίτια που αποτρέπουν το βλέμμα. Όποιος όμως δεν βιάζεται και θέλει έστω μέσω αυτής της διαδρομής να γνωρίσει λιγάκι τον τόπο, θα δει πως μπροστά από ένα κατάξερο χωράφι κάποιος άνθρωπος έβαλε την υπογραφή του σε μια σπάνια πρόταση που θέλει να γλυκάνει τους άλλους. Αυτός, ο άγνωστος για μένα τουλάχιστον άνθρωπος, ξεκίνησε της άνοιξη που μας πέρασε να μπολιάζει τις άγριες γκορτσιές που αφθονούν σε αυτή την περιοχή σε αχλαδιές. Και δεν πρέπει να ήταν κάποιος τυχαίος αλλά γνώριζε πολύ καλά τη μυστική τέχνη του μπολιάσματος γιατί δεν περιορίστηκε μόνο στα μικρά δέντρα, αλλά επιχείρησε να εμβολιάσει και κάποια μεγάλα. Επί πλέον, αντί των βιομηχανικών σκευασμάτων που πουλάνε τα μαγαζιά των πολυεθνικών, αυτός προτίμησε να βάλει πάνω στην τομή ζωικό λίπος και να το καλύψει με πηλόχωμα ζυμωμένο με τραγόμαλλο. Η πανάρχαια αυτή μέθοδος με το λίπος έχει το πλεονέκτημα να απωθεί τους μύκητες που θα επιχειρήσουν να προσβάλλουν το ριζικό σύστημα των εμβολίων μέχρι να αναπτυχθούν και να σηκώσουν κορμί και να ο ως τέλειο μονωτικό υλικό ο  πηλός να τα προφυλλάσει από τον καυτερό ήλιο. 

Δεν είμαι βέβαιος αν θα γευτώ κάποτε το αποτέλεσμα αλλά αν κρίνω από τους καρπούς που δοκίμασα από κάποιες άλλες αχλαδιές εκεί δίπλα πρέπει είναι εξαιρετικά και νοερά εύχομαι σε αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο καλή δύναμη να συνεχίσει κι εφέτος και να γίνει ο λόγγος με τις γκορτσιές ένα δάσος αχλαδιές.
 

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

ΟΙ ΕΓΓΛΕΖΟΙ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΟ ΔΡΟΜΟ!




 Το να σε λένε Εγγλέζο και πάππου προς πάππου οι ρίζες σου να κρατάνε από την Καστανιά των θεσσαλικών Αγράφων ασφαλώς και αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση ονόματος. Δεν είναι όμως το μόνο για το οποίο τρεις γενιές Εγγλέζων ξεχωρίζουν, είναι και το πάθος που έχουν όλοι τους για την αμπελουργία και την οινοποία.
 

Ο Λάμπρος Εγγλέζος ο πρεσβύτερος είναι ο μόνος άνθρωπος που κρατάει την παράδοση της αμπελουργίας στην Καστανιά, έναν όμορφο τόπο που μέχρι τη καταστροφική επιδημία της φυλοξήρας κατά τα τελευταία χρόνια του μεσοπολέμου, φημίζονταν για τα καλά κρασιά που παρήγαγε τα οποία αποτελούσαν και τη βάση της οικονομίας της. Εκείνα τα κρασιά, άσπρα και μαύρα τα οποία βραβεύτηκαν μάλιστα στην Έκθεση της Θεσσαλονίκης το 1933 ως «χρυσό νέκταρ» και τα οποία έφταναν μέσω Βόλου μέχρι τη Γερμανία θα ήταν μόνο ανάμνηση αν δεν ενδιαφέρονταν αυτός ο αεικίνητος και πολυπράγμων άνθρωπος και δεν έψαχνε πριν από αρκετά χρόνια στα παρατημένα αμπελοτόπια του χωριού στην τοποθεσία Μαραθιά να βρει κάποια από εκείνα τα παλιά κλήματα που δεν είχαν προσβληθεί από τη φοβερή αρρώστια και να τα φροντίσει ώστε να αποτελέσουν την τράπεζα γεννετικού υλικού για την αναβίωση των παλιών αμπελώνων και τη δημιουργία πάλι του χρυσού νέκταρ των Αγράφων. Ο Λάμπρος ο οποίος στο μεταξύ είχε φτιάξει έναν αμπελώνα με κλήματα που τους έδωσε όταν «επαναπατρίστηκαν» στο χωριό μετά τον Εμφύλιο, δωρεάν το 1952 η Αγροτική Τράπεζα (μοσχάτα, κέρινο, πατίκι, σεντ τζον) δεν πίστεψε ποτέ του πως οι παλιές τοπικές ποικιλίες ασπρούδι και μαυρούδι χάθηκαν για πάντα και στάθηκε ιδιαίτερα ευτυχής σαν ανακάλυψε τέσσερες ρίζες ασπρούδι και μια μαυρούδι σε κάποια άκρη της Μαραθιάς. Πήρε μοσχεύματα λοιπόν από αυτό το μεγάλο δώρο που φύλαγε γι’ αυτόν η αγραφιώτικη φύση, μπόλιασε άγρια υποκείμενα που είναι απρόσβλητα από την φυλοξήρα και έτσι κατάφερε να σώσει την ποικιλία. Τώρα καμαρώνει αυτά τα ξεχωριστά κλήματα και τα περιοποιείται στο μεγάλο αμπέλι το οποίο δουλεύει υποδειγματικά εξήντα τόσα χρόνια και παράγει ένα ιδιαίτερα λαμπρερό μπρούσκο κρασί, προϊόν βεβαίως της ανάμειξης των νέων ποικιλιών που διαθέτει, αλλά σε κάθε σταγόνα του φαίνεται η φροντίδα του μπάρμπα Λάμπρου, όπως τον αποκαλούν όλοι στο χωριό και όσοι έχουν τσουγρίσει τα ποτήρια τους μαζί του στην Καστανιά.
Ο γιος του Χρήστος, ο οποίος πέρα από το επάγγελμά του, ασχολείται συστηματικά με την αμπελουργία και την οινοποιία πήρε τη σκυτάλη από τον πατέρα του και πιο συστηματικά πλέον, ερχόμενος σε επαφή με το Γεωπονικό Ινστιτούτο, ειδικούς και φυτωριούχους από τη Νεμέα, θέλει σιγά – σιγά να αντικαταστήσει όλα τα κλήματα με ασπρούδια και μαυρούδια γιατί πιστεύει πως αυτή η ντόπια ποικιλία, οι ρίζες της οποίας χάνονται στο χρόνο ταιριάζει στον τόπο και έχει άριστα αποτελέσματα. Κοντά στους δυο μεγάλους της οικογένειας έρχεται τώρα ο Λάμπρος ο νεώτερος που πηγαίνει ακόμα στο Λύκειο της Καρδίτσας αλλά από τώρα ξέρει πως ο δρόμος του θα τον βγάλει στο αμπέλι και κάποια στιγμή θα αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση το προϊόν της οποίας είναι γνωστό σε όλη την Καρδίτσα και διατίθεται από την όμορφη ταβέρνα «Η Καστανιά» στο κέντρο του χωριού. Εκεί πολλά βράδια, ο Λάμπρος ο πρεσβύτερος φανερώνει και μια άλλη πτυχή της σοφίας του, αυτή που έχει να κάνει με την ψησταριά και το γεγονός αποτελεί ένα ιδιαίτερο στοιχείο προβολής του κρασιού τους το οποίο συν τοις άλλοις, όπως γράφει στην ετικέτα του, «κάνει καλό στις γυναίκες όταν το πίνουν οι άντρες τους!». Πιθανόν κάτι περισσότερο ξέρει γιατί, όπως λέει ο γιατροί μόνο να πιουν έρχονται το μαγαζί του…
Στο ίδιο μαγαζί, τις ημέρες του τρύγου διαθέτει μουσταλευριά και ρετζέλια που φτιάχνει με μοναδικό τρόπο από το δικό τους μούστο η γυναίκα του Ευθυμία, η οποία επί σειρά ετών δούλευε το αμπέλι με τον Λάμπρο,
ξέρει όλα τα σχετικά τραγούδια κι ακόμη θυμάται να φτιάχνει και σταφλαρμά. Έτσι έλεγαν τα σταφύλια που διατηρούσαν, τον καιρό φυσικά που δεν υπήρχαν ψυγεία, μέσα σε πιθάρια με κληματόφυλα, μούστο και σπόρους σιναπιού για συντηρητικό. Αυτά τα σταφύλια τα έτρωγαν τις Απόκριες και ήταν σαν να τα έκοβες εκείνη τη στιγμή από το κλήμα, αν τα άφηνες όμως παραπάνω από δυο ώρες στον αέρα, άρχιζαν να μαυρίζουν.

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΞΥΝΙΑΔΑΣ


Πάνε περισσότερα από 70 χρόνια που ξεκίνησαν να αποξηράνουν την λίμνη Ξυνιάδα, το 1938 συγκεκριμένα από μια γαλλική εταιρεία και μετά από ένα σωρό αναβολές και περιπέτειες το κατάφεραν και το 1958 μοίρασαν το στεγνό βυθό ενός παραδείσου, όπως λένε οι παλιοί, στους κατοίκους των χωριών όλης της περιοχής.

Αν και από τότε υπήρχαν αρκετοί που εξέφραζαν επιφυλάξεις, το έργο προχώρησε και σαν άρχισαν να ζυγίζουν τις πλούσιες σοδειές τα πρώτα χρόνια, κανένας εκτός από τους ψαράδες της λίμνης που έμειναν χωρίς δουλειά δεν έδειχνε να νοσταλγεί τον κόσμο που όλοι μαζί έχασαν. Περνώντας όμως τα χρόνια και σαν άρχισαν να βλέπουν πως από εκεί που δεν χρειάζονταν ούτε καν να ποτίσουν κάποτε τα σπαρτά τους, έφτασαν σταδιακά να «χτυπάνε» γεωτρήσεις που σήμερα ξεπερνάνε τα 300 μέτρα βάθος στη γη και η νοσταλγία έγινε ανάγκη η οποία δρομολόγησε ένα αίτημα που προβάλλεται πλέον δυναμικά από όλους μέσα και γύρω από την Ξυνιάδα και με μια λέξη λέγεται: αναπλημμύριση.

Γιατί όμως να γίνει αναπλημμύριση; θα αναρωτηθεί κάποιος που θα βρεθεί στην Ξυνιάδα και κατά κάπως αγνοεί την ιστορία του τόπου. Υπάρχουν ευτυχώς άνθρωποι, όπως ο αειθαλής Κωνσταντίνος Σακελαρίου (1916) από την Ομβριακή ο οποίος ώριμος άντρας ήδη το 1938 που άρχισαν τα έργα αποξήρανσης, είδε και έζησε κατόπιν όλες τις φάσεις τους, βίωσε από την αρχή τις συνέπειές τους και μπορεί με το δροσερό και πηγαίο λόγο του να μιλήσει για το πώς ήταν τότε, πως κατάντησε σήμερα εκείνος ο ευλογημένος τόπος και φυσικά να μιλήσει για το ζητούμενο που απασχολεί πλέον όλη την περιοχή και για το οποίο πρωτοστατεί, εδώ και αρκετά χρόνια.

Ήταν όντως ένα σπάνιο οικοσύστημα η Ξυνιάδα το οποίο επηρέαζε το κλίμα της περιοχής και την χλωρίδα και την πανίδα μέσα κι έξω από τη λίμνη καθώς και στην ευρύτερη περιφέρεια του Δομοκού. Σύμφωνα δε με τις μετρήσεις, η θερμοκρασία ποτέ δεν έπεφτε κάτω από τους -6 βαθμούς το χειμώνα ενώ το καλοκαίρι δεν ξεπερνούσε τους 37 βαθμούς.

Η βλάστηση γύρω από τη λίμνη ήταν πλούσια σε υδροχαρή και υδρόφυλα αυτοφυή φυτά και χόρτα. Το εσωτερικό τμήμα της ζώνης του βάλτου κάλυπτε πυκνός καλαμιώνας ενώ στο εξωτερικό τμήμα φύτρωνε το φουσκίδι. Ανάμεσα στα καλάμια και τα φουσκίδια και ανακατεμένο με αυτά φύτρωνε το ραγάζι καθώς και διάφορα αναρριχητικά φυτά σε μεγάλη ποικιλία. Έξω από το βάλτο στα λεγόμενα τσαίρια φύτρωνε μεγάλη ποικιλία χόρτων και αγκαθιών, ένα σωρό λουλούδια και έξω από αυτή τη ζώνη άρχιζαν τα χωράφια και οι καλλιέργειες.

Η ύπαρξη της λίμνης με τους καλαμιώνες, τα τσαϊρια και τη γύρω απ’ αυτά βλάστηση παρείχε τη δυνατότητα σε πολλά είδη πουλιών να φωλιάζουν με ασφάλεια και να τρέφονται πλουσιοπάροχα. Το καλοκαίρι κυριαρχική παρουσία είχαν οι πελαργοί και εκατοντάδες ζευγάρια έφτιαχναν τις φωλιές τους σε καμπαναριά, εκκλησίες και ψηλά δέντρα. Μεγάλα πλήθη χελιδονιών, γκαραβελιών και άλλων μικρών πουλιών κυνηγώντας τη μεγάλη ποικιλία των εντόμων που ζούσαν και αναπτύσσονταν πληθωρικά στην περιοχή, εξασφάλιζαν άφθονη τροφή και εύκολη διαβίωση.

Την όψιμη φθινοπωρινή, την χειμωνιάτικη και την πρώιμη ανοιξιάτικη περίοδο η περιοχή κατακλύζονταν από μεγάλη ποικιλία και μεγάλο αριθμό αποδημητικών πουλιών, όπως καθαρές αγριόπαπιες, γυφτόπαπιες, νερόκοτες, κασσαρίνες, γκαλιμάνες, ψαροφάγους, λάμιες, νεροπούλια, μπεκάτσες, αγριόχηνες και άλλα. Η αμφίβια πανίδα περιλάμβανε νεροχελώνες και μεγάλη ποικιλία βατράχων και νερόφιδων σε μεγάλους πληθυσμούς ενώ στο νότιο νησί που είναι ξερό και πετρώδες είχε τόσες οχιές που έκαναν προβληματικό το περπάτημα στην επιφάνειά του.

Μέσα στη λίμνη εκτρέφονταν και ζούσαν αρκετά είδη ψαριών, όπως η πλατίτσα, η ούγγλια, ο χάνος, ο κέφαλος, η τούρνα, το γλύνι, το χέλι και ο κυπρίνος. Εκτός από τα ψάρια υπήρχαν ελάχιστες καραβίδες, κυρίως στις εκβολές των νερών της λίμνης καθώς και λίγα καβούρια που κατέβαιναν στη λίμνη με τα νερά των χειμάρων. Αναφέρεται επίσης πως στους βάλτους και τα νερά της λίμνης ζούσαν και μερικά ζευγάρια βίδρες.

Η εκμετάλλευση του ιδιαίτερα πλούσιου και ποικίλου οικοσυστήματος της λίμνης μέχρι τη στιγμή της αποξήρανσής της είχε τέσσερις κλάδους. Την αλιεία, την κοπή του βάλτου, τη συλλογή των αυτοφυών χόρτων των τσαϊριών και τη βοσκή των κοπαδιών.

Η αποξήρανση της λίμνης όπως προαναφέρθηκε κράτησε περί τα 20 χρόνια. Αν και μεσούσης της γερμανοιταλικής κατοχής, γεγονός που σημαίνει πολλά, τον Μάιο του 1942 ολοκληρώθηκε η εκβάθυνση του καναλιού και αμέσως τον Ιούνιο, η λίμνη άδειασε εντελώς. Ελάχιστος πληθυσμός των μικρότερων ψαριών κατάφερε να διασωθεί στα νερά του καναλιού όπου ορισμένα ζουν ακόμη. Γρήγορα στέγνωσαν οι βάλτοι και έγιναν βατοί, ενώ στα μέσα Αυγούστου είχε στεγνώσει και η λάσπη του βυθού σε ένα μέτρο βάθος. Ως το φθινόπωρο, ένα μεγάλο μέρος του βάλτου είχε καεί από τους γύρω πληθυσμούς για να εκχερσωθεί αργότερα και να καλλιεργηθεί. Αυτός ήταν ο τέλος του οικοσυστήματος της Ξυνιάδας…

Την καταστροφή του συγκεκριμένου οικοσυστήματος οι ντόπιοι την έβλεπαν από χρόνια αλλά στο μεταξύ δημιουργήθηκαν ένα σωρό προβλήματα, δεσμεύσεις και εξαρτήσεις σχετικά με τις βιομηχανικές καλλιέργειες και την κυριότητα των χωραφιών καθώς πολλοί από τους πρώτους δικαιούχους τα ξεπούλησαν σε άλλους που πίστεψαν πως ευφορία θα ήταν παντοτινή. Το κυριότερα όμως προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι αγρότες της Ξυνιάδας είναι η έλλειψη νερού, το μεγάλο κόστος της παραγωγής και φυσικά το μεγαλύτερο απ’ όλα, τη μεγάλη ρύπανση και την ασύλληπτη μόλυνση που οδήγησαν στην πλήρη απαξίωση της γης που πήραν από τη λίμνη και ζητούν την επαναδημιουργία της.

Έχει φτάσει δε η ρύπανση σε τέτοια επίπεδα που ακόμα και να γίνει πάλι η λίμνη, κάποια πράγματα πιθανόν να μην επανέλθουν στην πρώτη τους κατάσταση. Στην περίπτωση, ο Θανάσης Ζιάκας, πρόεδρος του Τοπικού Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων Ξυνιάδος είναι αισιόδοξος καθώς λόγω ιδιότητας όλη την ημέρα βρίσκεται μέσα στα χωράφια και δεν διαφεύγει τίποτα από την προσοχή του. Μαζί περπατήσαμε πριν από λίγες ημέρες κατά μήκος του κεντρικού αύλακα, αυτόν που κατ’ ευφημισμό λένε και «ποτάμι» ο οποίος δέχεται όλο το βάρος της ρύπανσης αλλά ως εκ θαύματος, όπως μας έδειξε, στα θολά νερά του επιζούν ακόμα ελάχιστοι πληθυσμοί από μικρά ψάρια και άλλα είδη και ο Θανάσης τα βλέπει σαν τη μαγιά που θα ζωντανέψει τη νέα λίμνη, όταν αυτή γίνει.

Με φανερή ευχαρίστηση ο Θανάσης μας πήγε σε μια γούρνα να μας δείξει τη φωλιά μιας νερόκοτας. Είδε μια ημέρα τα νερά καθαρά σε εκείνη τη γούρνα και του κίνησε το ενδιαφέρον. Δεν ήξερε τι πλάσμα ήταν αυτό που έκοψε την πηχτή κρούστα από τα σάπια υλικά στην επιφάνεια του νερού και το έψαξε. Τότε είδε πως ένα ζευγάρι νερόκοτες είχαν φτιάξει τη φωλιά τους ανάμεσα στα καλάμια και σαν μεγάλωσαν τα μικρά και άρχισαν να μαθαίνουν κολύμπι στη γούρνα, τάραξαν τα λιμνάζοντα νερά και έκοψαν την κρούστα.

Ήθελε υπομονή η παρατήρηση των μικρών πουλιών αλλά κάποια στιγμή βγήκαν και τα έπιασε ο φακός να τρέχουν σαν μας πήραν είδηση. Δεν είχαμε προθέσεις να κάνουμε τέχνη εκείνη τη στιγμή ούτε αξιώσεις για λαμπερά άλμπουμ. Μας έφτανε που ο φακός συνέλαβε ένα φτερούγισμα ζωής στα πεθαμένα νερά της Ξυνιάδας. Δεν ήταν όμως το ίδιο όταν σε ένα άλλο σημείο, στην πηχτή κρούστα είδαμε μια νεροφίδα να παλεύει να κινηθεί με πολύ δυσκολία ανάμεσα στην πράσινη δηλητηριώδη λάσπη ενώ ένας ποντικός που πρέπει να ψόφησε από τη ρύπανση σάπιζε ακίνητος. Στην ίδια κατάσταση ήταν και κάτι λίγα βατράχια που ούτε καν κίνησαν το ενδιαφέρον του νερόφιδου, έτσι όπως ήταν από την ρύπανση αποχαυνωμένα, σαν μαρμαρωμένα έστεκαν πάνω σε ένα κομμάτι φελιζόλ που επέπλεε.

Αυτή η ελάχιστη ζωή που είδαμε σε όσα αυλάκια έχουν λίγο νερό ή στις γούρνες που είναι καταδικασμένη να σβήσει αν δεν ληφθούν γενναία μέτρα για την αντιμετώπιση της ρύπανσης στην Ξυνιάδα και την επαναδημιουργία της λίμνης. Αυτή η απειλούμενη ζωή, αποτελεί λίγο πολύ και το δηλητηριασμένο θήραμα που θα αρπάξουν τα πεινασμένα γεράκια που ολοένα και λιγοστεύουν και λόγω ευφυίας μάλλον αποφεύγουν να κυνηγούν κοντά στα αυλάκια και προτιμούν να πιάσουν ότι είναι κοντά στα χωριά κι έτσι γλυτώνουν.


Ποια ήταν η λίμνη Ξυνιάδα

Η λίμνη Ξυνιάδα βρίσκονταν στο μεταξύ Λαμίας και Δομοκού ομώνυμο υψίπεδο που έχει μέσο υψόμετρο 470 μέτρα περίπου από τη θάλασσα. Είχε σχηματιστεί στο βαθύτερο τμήμα του υψιπέδου, ανάμεσα στα χωριά Ξυνιάδα (Δαουκλή), Κορομηλιά, Άγιο Στέφανο (Νεζερό), Περιβόλι (Δερελή), Μακρυράχη (Καίτσα), Παναγία και Ομβριακή.

Η έκταση που κάλυπταν τα νερά της λίμνης το χειμώνα που η στάθμη τους ήταν στο ανώτατο υψόμετρο (+ 463 μέτρα) ήταν περίπου 31.600 στρέμματα, από αυτά δε περίπου 5.000 στρέμματα ήταν καλαμιώνας (βάλτος). Τα νερά της λίμνης ήταν στο μέγιστο ποσοστό τους βρόχινα και προέρχονταν από την ευρύτερη λεκάνη της κοιλάδας που είχε συνολική έκταση (μαζί με αυτή της λίμνης) περίπου 160.000 στρέμματα.

Οι πηγές που την τροφοδοτούσαν με συνεχή παροχή νερού χειμώνα – καλοκαίρι ήταν οι Πέντε Βρύσες του Αγίου Στεφάνου, η βρύση της Παναγιάς και η πηγή που ανέβλυζε μέσα στη λίμνη και βρίσκονταν στην ανατολική περιοχή της κοντά στα νησιά. Οι άλλες πηγές της ευρύτερης λεκάνης που το χειμώνα με τους γύρω χειμάρρους τροφοδοτούσαν τη λίμνη, κατά το καλοκαίρι δεν έφταναν σε αυτή.

Τα νερά που περίσσευαν από τη λίμνη έφευγαν από το βορειοδυτικό άκρο της με τον χείμαρο Μπαμπαλή από τη χαράδρα των Πέντε Μύλων προς το ποτάμι των Σοφάδων και τον Πηνειό, τερματίζοντας τη ροή τους στο Αιγαίο Πέλαγος. Η λίμνη είχε σχήμα αχλαδιού που στη θέση του κοτσανιού του είχε ο χείμαρος Μπαμπαλής.

Μέσα από το εξωτερικό περίγραμμα της λίμνης υπήρχε βάλτος σε ζώνη ποικίλου πλάτους. Γύρω από τη ζώνη του βάλτου υπήρχε η ζώνη των τσαιριών που λόγω της πολλής υγρασίας έμεινε ακαλλιέργητη και αποτελούσε χορτολειβαδική έκταση. Στο ανατολικό άκρο της λίμνης τα δυο νησάκια συνολικής έκτασης 500 – 600 στρεμμάτων περιβάλλονταν από την εξωτερική τους πλευρά από τη ζώνη του βάλτου, ενώ την εσωτερική, χωρίς βλάστηση ακτή, την έβρεχαν τα καθαρά νερά της λίμνης. Το βάθος των καθαρών νερών της λίμνης κατά το χειμώνα ήταν γύρω στα 4 μέτρα, ο δε πυθμένας της είχε λάσπη πάχους 3.50 περίπου μέτρα.



ΑΝΘΙΣΜΕΝΑ ΠΙΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ


Είναι οι κολοκυθιές ο πλέον πληθωρικός ένοικος των κήπων του καλοκαιριού καθώς η ανάπτυξή τους δεν γνωρίζει μέτρο και απλώνεται ασύστολα προς κάθε σημείο του εδάφους, σκαρφαλώνει στους φράχτες, καταπατεί το χώρο των άλλων λαχανικών και αυθαίρετα περνάει πολλές φορές τα σύνορα του γειτονικού κήπου. Το ιδιαίτερο όμως που κάνουν τα ταπεινά αυτά φυτά είναι ότι κάθε πρωί στολίζουν τους κήπους με τα μεγάλα κιτρινόχρυσα λουλούδια τους τα οποία μοιάζουν σαν άστρα μέσα στην πυκνή πρασινάδα των φύλλων τους και εκτός από το ότι ζαλίζουν με τους χυμούς τους τις μέλισσες και τα άλλα έντομα γίνονται στα χέρια της άξιας νοικοκυράς στολίδια του καλοκαιρινού τραπεζιού. Δεν είναι όμως και τόσο εύκολο να μαγειρευτούν οι κολοκυθανθοί. Πρέπει κατ’ αρχήν να μαζευτούν πολύ νωρίς το πρωί γιατί τους μαραίνει ο ήλιος, να καθαριστούν χωρίς να πλυθούν με νερό καλά και με πολλή προσοχή και ταχύτητα να χωρέσουν τη γέμιση που βασικά είναι ρύζι, κρεμμύδι, μαϊντανός, ψιλοκομμένη ντομάτα και πιπεριά, αλάτι και πιπέρι και να τοποθετηθούν με προσοχή στην κατσαρόλα όπου θα βράσουν με λίγο λάδι και νερό για είκοσι λεπτά περίπου. Η επιτυχία της νοικοκυράς στην περίπτωση είναι να μην σπάσει κανένα γεμισμένο λουλούδι γιατί εκτός από την εξασφαλισμένη γεύση, κύριο ζητούμενο στο πιάτο είναι επίσης και η αισθητική. Πολλές φορές μάλιστα, σαν σπάσει κάποιο το βγάζουν στην άκρη για να μη φαίνεται και χαλάει την αρμονία. - Εξυπακούεται, πως το πλέον σημαντικό στην περίπτωση των κολοκυθανθών να φτάσουν γεμιστοί στο τραπέζι είναι και η βεβαιότητα πως ο κήπος που θα κοπούν δεν έχει ποτιστεί ή ψεκαστεί με χημικά κάτι που πρέπει να προσέξει όποια φιλόδοξη νοικοκυρά επιχειρήσει κάτι τέτοιο.

- Είναι ένα κείμενο, αφιέρωμα στην κυρά Κούλα, τη μάννα μου και στα φαγητά που φτιάχνει ακόμα με ότι παράγει ο κήπος της στη Μεγάλη Κάψη Φθιώτιδας το οποίο δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο που μας πέρασε στην Ελευθεροτυπία.

ΧΡΥΣΑΦΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΟΣΤΑΝΙ

Δεν ακολούθησε το παράδειγμα άλλων συντοπιτών του που στράφηκαν στον τουρισμό, ο Λεωνίδας Μαλαξιανάκης από το χωριό Χωραφάκια του Ακρωτηρίου Χανίων και προτίμησε να συνεχίσει να δουλέψει τα χωράφια που του άφησε ο πατέρας του Γιάννης.

Βέβαια δεν καλλιεργεί όπως παλιά πλήθος από κηπευτικά και μποστανικά που με αυτά τροφοδοτούσε την αγορά των Χανίων αλλά ασχολείται με είδη που μπορούν να φύγουν εύκολα το καλοκαίρι που το νησί πλημμυρίζει από τουρίστες και τέτοια είναι τα καρπούζια, τα πεπόνια και τα χλωρά καλαμπόκια για ψήσιμο. Για να έχει μάλιστα ο κόπος του καλύτερο αντίκρισμα στην τσέπη του, στήνει πάγκο σε ένα κεντρικό σημείο του δρόμου προς το Σταυρό και τα διαθέτει ο ίδιος. Εκεί μας έκανε τον περασμένο μήνα να σταματήσουμε μια έντονη ευωδιά από ολόχρυσα, στενόμακρα πεπόνια και αφού πιάσαμε κουβέντα καταλήξαμε στο χωράφι να δούμε ποιος τόπος κάνει αυτά τα θαύματα!

Στο περισσότερο μέρος του το χωράφι είχε βράχια και σε λίγα μέρη κρατούσε ένα ελαφρύ κοκκινωπό χώμα που ήταν καλυμμένο από δροσερές καρπουζιές και πεπονιές. Ρώτησα που βρίσκει νερό και μου απάντησε πως έχει άφθονο από το κεντρικό δίκτυο. Πριν όμως κατασκευάσουν το δίκτυο όλες τους οι καλλιέργειες ήταν άνυδρες αλλά τότε ήταν και ο καιρός διαφορετικός – έβρεχε τον Ιούνιο και τον Ιούλιο κι έτσι άντεχαν τα φυτά και είχαν μάλιστα πιο ωραίο αποτέλεσμα σε γεύση αλλά και σε μέγεθος. Μια χρονιά θυμάται που πήγαν όλα καλά, ένα καρπούζι που έκοψαν ζύγιζε 25 οκάδες! Ήταν από εκείνα που έλεγαν χανιώτικα, με μεγάλα μαύρα σπόρια και λεπτή φλούδα, είδος που ο σπόρος του χάθηκε.

Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τα πεπόνια του καθώς είχε την πρόνοια και από το 1963 ήδη κράτησε τον σπόρο από την ποικιλία αργείτικα και κάθε χρονιά φροντίζει να τον ανανεώνει. Προς τούτο αφήνει καμιά δεκαριά πεπόνια, τα σπορίδια όπως λέει να ωριμάσουν κανονικά και αφού πάρει το σπόρο τους, τον πλένει καλά, τον αφήνει δυο ημέρες στον ήλιο και μετά τον φυλάει σε ένα τενεκεδένιο κουτάκι. Για τα πεπόνια της επόμενης χρονιάς όμως ποτέ δεν είναι σίγουρος πως θα είναι πάλι τα ίδια γιατί πολλές φορές η επικονίαση μέσω των εντόμων μπορεί να δημιουργήσει εκπλήξεις όταν μάλιστα είναι κοντά μποστάνια με άλλες ποικιλίες και μπορεί να μπασταρδευτούν και να είναι κανονικά κολοκύθια. Γι’ αυτό λοιπόν φροντίζει κάθε χρόνο να φτιάχνει μποστάνια σε διαφορετικό χωράφι το οποίο νοικιάζει από το μοναστήρι του Γουβερνέτου που διαφεντεύει τον τόπο στο Ακρωτήρι.

Έτσι λέει κατάφερε να κρατήσει ανόθευτη την ποικιλία και το γεγονός ότι τα πεπόνια του είναι περιζήτητα τον κάνει να λέει πως δεν έκανε λάθος τότε που είπε πως θα μείνει αγρότης και πιστεύει πως κάποια στιγμή και άλλοι θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του.

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΩΝ ΣΠΟΡΩΝ

Ο κυρ Πέτρος Ζαχαρώδης (1922) είναι ο τελευταίος μιας γενιάς Ανδριωτών που σε αντίθεση με άλλους συντοπίτες του η σχέση με τη θάλασσα και τα ταξίδια ήταν περιορισμένη. Δυο τρεις φορές μόνο θυμάται στην παιδική του ηλικία που έβρεξε με αλμυρό νερό το κορμί του και από τότε, ούτε που την πεθύμησε ποτέ και στο πλοίο έμπαινε μόνο από ανάγκη.
Δεν ήταν γεννημένος αυτός για ταξίδια, σαν τον σπουργίτη έφτιαξε τη φωλιά του μαζί με την κυρά του Ειρήνη (1937), στα κτήματα που τους έδωσε προίκα ο μπάρμπας τους, ο περίφημος Σταυράς στον Αμόλοχο, το μεγάλο χωριό της βόρειας Άνδρου που έσφυζε κάποτε από ζωή και τώρα οι κάτοικοί του μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Πενήντα πέντε χρόνια μετά το γάμο τους, το ζευγάρι κατοικεί ακόμα μόνιμα στον Αμόλοχο και διατηρεί το σπίτι τους ανοιχτό όλο το χρόνο και παρά τα χρόνια που κουβαλάει στην πλάτη του ο κυρ Πέτρος όλα ακόμη εκεί λειτουργούν σαν τα πρώτα τους χρόνια που δεν τρόμαζε καμιά δουλειά, είτε στα χωράφια, είτε στα ζωντανά. Από Τη φροντίδα του και τη δούλεψή του πέρασαν κοπάδια οι αγελάδες, τα βόδια και τα μοσχάρια, εκατοντάδες τα αιγοπρόβατα, μουλάρια, γαιδούρια. Έφτιαχνε μελίσσια, έκανε κρασί και τσίπουρο από τα αμπέλια του, μούρο από τις 300 μουριές, καλλιεργούσε πατάτες και κηπευτικά, μάζευε σύκα, μήλα και καρύδια και τροφοδοτούσε τις αγορές της Άνδρου αλλά και της Αθήνας.
Ακόμη σήμερα δεν λέει να ησυχάσει και ακούραστος από το πρωί μέχρι το βράδυ τρέχει από τις βοσκές (διατηρεί ακόμα ένα κοπάδι με 200 κατσίκια) και στις καλλιέργειες που είναι απλωμένες γύρω από το καινούργιο σπίτι τους. Φυσικά και δεν παράγει τις ποσότητες που ήθελε άλλες εποχές να συντηρήσει την οικογένειά του αλλά δεν υπάρχει είδος που να μην είναι εκεί φυτεμένο. Νερό έχει άφθονο και ποτίζει φασόλια όλων των ειδών, πατάτες, μποστανικά, κηπευτικά, όλα στη θέση τους προσεγμένα και περιποιημένα. Κάθε χρόνο τους αλλάζει θέση για να βρίσκουν καλύτερο έδαφος και ευλαβικά προσέχει το σπόρο τους γιατί δεν θέλει να χάσει τη σειρά που έχει. Εκείνον δε το σπόρο που φροντίζει περισσότερο απ’ όλα και προσέχει σαν τα μάτια του είναι οι ντομάτες – μεγάλες, ευωδιαστές και γεμάτες χυμό, ίδιες σαν αυτές που καλλιεργούσαν και οι παππούδες του. Τελετουργικά κάθε χρόνο μαζεύει από ορισμένες ντομάτες τον σπόρο, τον πλένει, τον στεγνώνει και τον κρατάει σε μέσα σε σακκουλάκια σε ξηρό μέρος. Την άνοιξη φτιάχνει μόνος του φυτώριο και βάζει στον κήπο τα φυτά σαν μεγαλώσουν και τα μεγαλώνει χωρίς λιπάσματα και φάρμακα. Για το αποτέλεσμα δεν μιλά ο ίδιος, το λένε όλοι στο Γαύριο που αναζητούν τα κηπευτικά του πως οι ντομάτες του κυρ Πέτρου Ζαχαρώδη ήταν ζάχαρη, όπως το όνομά του.
Η κυρά Ειρήνη δεν ασχολείται πλέον με τα χωράφια, έχει περιορίσει τις δραστηριότητές της στην αυλή του σπιτιού και δεν υπάρχει γωνιά που να μην την έχει στολίσει με μυριστικά και λουλούδια ενώ αυτό που δεν ξεχνά κανένας άμα περάσει από το σπίτι τους, είναι το γλυκό καρυδάκι που δεν το δένει όπως άλλες νοικοκυρές με ζάχαρη αλλά με μέλι!.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ: ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ

Μετά την ανακοίνωση για την συμμετοχή μου στο ψηφοδέλτιο των Οικολόγων- Πράσινων στη Φθιώτιδα, μου ζητήθηκε από τον «Ευρυτανικό Παλμό» που διευθύνει πλέον η άξια συνάδελφος Βασιλική Φεγγούλη η πρώτη συνέντευξη της πολιτικής μου απόπειρας και η οποία δημοσιεύτηκε στο χθεσινό φύλλο της εφημερίδας. Αυτή λοιπόν τη συνέντευξη έκρινα πως πρέπει να δημοσιεύσω στη σελίδα μου στο Facebook και βεβαίως στο νέο ιστότοπο greenilias.blogspot.com για να γνωριστούμε καλύτερα.

Η συνέντευξη στον «Ευρυτανικό Παλμό» είχε ως εξής:

Κύριε Προβόπουλε τι σας οδήγησε στην απόφαση να θέσετε υποψηφιότητα με το κόμμα των Οικολόγων Πράσινων στο Νομό Φθιώτιδας;

Μπορεί να έφυγα κι εγώ όπως και πολλοί άλλοι κάποτε από τα χωριά μας και να μην αφιέρωσα από τότε ούτε μια εβδομάδα παραγωγικής ζωής στον τόπο αλλά όπως όλοι ξέρετε ποτέ δεν ήμουν μακριά από την Φθιώτιδα και την Ευρυτανία. Σε αυτό τον τόπο θεμελίωσα ένα δημοσιογραφικό και συγγραφικό έργο το οποίο με οδήγησε στην αναγνώριση στο χώρο μου και βεβαίως προέβαλλε από πολύ νωρίς περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα της περιοχής και αποτέλεσε οδηγό για όσους ακολούθησαν. Αυτό το έργο λοιπόν θέλω να συνεχίσω, να συμπληρώσω και να του δώσω πλέον και την δέουσα πολιτική διάσταση.

Πιστεύετε ότι οι Οικολόγοι - Πράσινοι επιδιώκουν να γίνουν καταλύτης πολιτικών αλλαγών;

Κατ' αρχήν όχι μόνο οι Οικολόγοι – Πράσινοι αλλά όλοι οι άνθρωποι μπορούν και πρέπει να είναι καταλύτες εξελίξεων και φαντάζομαι πως ποτέ κανένας δεν θα ψήφιζε έναν άνθρωπο που ανήκει σε κόμμα του οποίου αποτελεί κρυφή ή φανερή πολιτική η καταστροφή του περιβάλλοντος και η υπονόμευση του μέλλοντος του τόπου. Η μέχρι σήμερα όμως πρακτική των κομμάτων αυτών οδήγησε την ελληνική κοινωνία και τον κόσμο ολόκληρο σε αδιέξοδα και όπως πλέον καταδεικνύεται, είναι ανάγκη να μπουν στην πολιτική και άνθρωποι που σκέφτονται διαφορετικά: οι Οικολόγοι - Πράσινοι οι οποίοι ήταν και θα είναι πάντα καταλύτες σε όλες τις εξελίξεις.

Τι σημαίνει "πράσινη λύση" για την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον.

"Πράσινη λύση" είναι το αυτονόητο της ζωής για κάθε άνθρωπο, κοινότητα και ομάδα. Είναι της μόδας όμως τελευταία να μιλάνε οι πολιτικοί όλων των αποχρώσεων για ένα πράγμα ενώ κάποτε ήταν η ουσία του κόσμου σιγά - σιγά με την συστηματική απαξίωση πρώτα της αληθινής ζωής των ανθρώπων και της πραγματικής τους σχέσης με τη φύση και το περιβάλλον και στη συνέχεια με την άκριτη και αμφίβολη ανάπτυξη που ακολούθησε χάθηκε και τώρα μπαίνει στα προγράμματα των κομμάτων σαν μοντέρνα λύση!
Μη ψάχνουμε λοιπόν για πράσινες λύσεις, αλλά ας στραφούμε πίσω στην ελληνική και παγκόσμια παράδοση και με τη βοήθεια της τεχνολογίας που είναι πλέον προσβάσιμη από όλους και φθηνή να βρούμε ένα τρόπο να παντρέψουμε αυτά τα δυο στοιχεία και πιστεύω πως θα προκύψουν λύσεις ακόμα κι εκεί που δεν θα το περιμέναμε.

Ποια τα κυριότερα οικολογικά ζητήματα που βάζετε στην ατζέντα σας;

Η αντζέντα των Οικολόγων - Πράσινων φέρνει στο προσκήνιο προτάσεις που δίνουν προτεραιότητα στις πραγματικές ανάγκες ολόκληρης της κοινωνίας και μάλιστα λέμε με θάρρος πως τα αγαθά που δεν αγοράζονται με χρήμα είναι τα πιο σημαντικά. Από τους πολίτες ζητάμε μια ψήφο που να συνδέει την αγωνία για το περιβάλλον με άμεσες λύσεις για την οικονομία, την ποιότητα ζωής, τα δικαιώματα και τη διεύρυνση της δημοκρατίας.

Ο Ηλίας Προβόπουλος και από αυτό το μετερίζι τι μπορεί να δώσει τόσο στην Φθιώτιδα όσο και στην Ευρυτανία.

Το σωστό θα ήταν να γυρίσω πίσω και τώρα που αποσύρονται σιγά – σιγά οι γονείς μου από την παραγωγική ζωή του χωριού να αναλάβω κάποια πράγματα, όπως να μεγαλώσω πάλι το κοπάδι, να καθαρίσω τα χωράφια, να περιποιηθώ τα παρατημένα δέντρα, να διορθώσω τα διαλυμμένα αυλάκια, να ανοίξω εν ολίγοις ένα καινούργιο κύκλο για το σπίτι στο χωριό αλλά όπως καταλαβαίνετε, έχω ακόμα αρκετά πράγματα να προσφέρω από το δημοσιογραφικό γραφείο ή από όπου αλλού βρεθώ…