Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΚΟΣΚΙΝΟ...



Το κόσκινο, ένα ταπεινό αλλά ιδιαίτερα χρήσιμο αντικείμενο που ήταν πάντα κρεμασμένο στην κουζίνα κοντεύει σχεδόν να ξεχαστεί καθώς πια όλα τα προϊόντα κοσκινίζονται στην παρασκευή τους και μπαίνουν από τη συσκευασία κατευθείαν στην κατσαρόλα και στα φαγητά. Έτσι δεν είναι καθόλου παράξενο που πολλά παιδιά το αγνοούν παντελώς και δυσκολεύονται να καταλάβουν παροιμίες του τύπου «τον πέρασα από κόσκινο» κλπ…

Το κόσκινο λοιπόν ήταν ένα στρογγυλό κομμάτι πυκνού πλέγματος από σύρματα που στερεώνονταν σε μια φέτα λεπτού ξύλου ύψους περίπου 15 εκατοστών και ανάλογα με το κενό ανάμεσα τους ήταν και η χρήση του. Άλλο ήταν το κόσκινο για τους σπόρους, άλλο για το αλεύρι και τα αλεσμένα προϊόντα και άλλο για τον τραχανά. Εκεί όμως που ήταν πολύ απαραίτητο ήταν στο ζύμωμα και η σοβαρή νοικοκυρά που ήθελε να φτιάξει καλό ψωμί έπρεπε να κοσκινίσει με πολλή προσοχή και υπομονή το αλεύρι. Το πλέγμα δε στο κόσκινο για το σιτάρι ήταν πιο αραιό για να χωρίζονται οι σπόροι από τα άλλα υλικά, πέτρες, φλούδες και κυρίως την ίρα, ένα παράσιτο που αν αλεστεί μαζί με το σιτάρι πικραίνει πολύ το ψωμί.

Μοιάζει παρωχημένη μια αναφορά σήμερα στα κόσκινα και τις χρήσεις τους να όμως που έρχονται στο νου στο τέλος κάθε χρόνου καθώς τέτοιες ώρες ψιλοκοσκινίζουμε ή χοντροκοσκινίζουμε, τα πεπραγμένα της χρονιάς που πέρασε για να μείνουν πάνω από τη πλέγμα τα καλά και να πέσουν στο πάτωμα τα περιττά, τα άχρηστα, τα τελειωμένα…

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΑΤΛΑΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΕΡΜΟΥ



Κάθε ένας από τους ανθρώπους – αγάλματα που επαιτούν με τον σιωπηλό τους τρόπο τούτες τις ημέρες στην οδό Ερμού έχει και τη δική του πελατεία που διαμορφώνεται κυρίως βάσει των συναισθημάτων που προκαλεί το θέμα της ασάλευτης θωριάς του. Έτσι άλλοι, οι σινεφίλ ως φαίνεται, πλησιάζουν και φωτογραφίζονται με τον Τσάρλι Τσάπλιν για παράδειγμα, γυναίκες και κορίτσια ως επί το πλείστον με την μαντάμ Πομπαντούρ και άλλοι με το θεό Ποσειδώνα που προτιμά να βρίσκεται μπροστά στο ασθενικό συντριβάνι του δρόμου και να κραδαίνει με μουγκρητά τη φοβερή τρίαινά του στους περαστικούς.

Αυτόν όμως που κανένας δεν προσπερνάει αδιάφορα αλλά όλοι σταματούν μπροστά του και τον περιεργάζεται για αρκετή ώρα, είναι ο τιτάνας που ντυμένος ανάλογα και βαμμένος με λαμπερή ώχρα κρατάει στην πλάτη του μια φουσκωμένη υδρόγειο σφαίρα. Όπως ό μυθικός ήρωας Άτλας που κρατούσε για τιμωρία αιωνίως τον ουρανό στην πλάτη του και κάποτε επιχείρησε να τον φορτώσει στην πλάτη του Ηρακλή όταν ο τελευταίος πέρασε από τα μέρη του. Παραλίγο μάλιστα να την πατήσει ο Ηρακλής και να βρίσκεται ακόμα εκεί αλλά με ένα από τα γνωστά τεχνάσματά του, τον ξαναφόρτωσε στον Άτλαντα κι έτσι αυτός συνέχισε απρόσκοπτα τα κατορθώματα για τα οποία έμεινε στην ιστορία.

Πιθανόν κάτι τέτοιο να σκέφτονται οι άνθρωποι σαν στέκονται μπροστά στον άνθρωπο – άγαλμα, τον περιεργάζονται με αρκετή ώρα αλλά κανένας δεν δείχνει τη διάθεση να τον ξεκουράσει έστω για λίγο φοβούμενος μήπως ο Άτλας κόψει πέρα και τον αφήσει με τη γη στην πλάτη και άντε μετά αυτός να βρει το επόμενο κορόιδο να την φορτώσει. Έτσι ο Κωνσταντίνος Σπυριάδης (έτσι μας πληροφορεί μια σελίδα από ιταλικό περιοδικό λέγεται ο άνθρωπος άγαλμα και ο οποίος γύρισε τη γη με αυτό τον τρόπο) μένει εκεί ασάλευτος και περιμένει τον περαστικό να φωτογραφηθεί δίπλα του και να βγάλει μεροκάματο.

Οι περισσότεροι μάλιστα που φωτογραφίζονται δίπλα του δείχνουν από το ύφος τους πως συμμερίζονται τον τιμωρημένο Άτλαντα καθώς κι αυτοί είναι φορτωμένοι με όλα τα προβλήματα της ζωής αλλά στην περίπτωσή τους σαφώς και πρέπει να είναι ελαφρότερα. Δεν έχει όμως σημασία αυτό, η ευθύνη είναι ίδια, τόσο για τον τιτάνα που επ’ ουδενί λόγω δεν πρέπει να λυγίσει τα γόνατά του γιατί θα πέσει ο ουρανός και θα πλακώσει τον κόσμο τόσο και για τον άνθρωπο που και κι αυτός με τίποτα δεν πρέπει να λυγίσει από τα βάρη της ζωής γιατί θα τον πλακώσουν τα προβλήματα και μετά δεν πρόκειται ποτέ να σηκώσει πια κεφάλι…

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Η ΚΑΚΟΜΟΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ



Δεν ξέρω τι γνώμη έχετε για το άθλιο θέαμα που εκτυλίσσεται καθημερινά στο Σύνταγμα και στα πέριξ της Ερμού, αλλά κάποια πράγματα κατά τη γνώμη μου έχουν τα όριά τους, την ηθική τους και την αισθητική τους και λίγο – πολύ μας χαρακτηρίζουν σαν κοινωνία.

Ένα από αυτά τα πολλά, είναι η κακομεταχείρηση που υφίστανται τα πόνυ, τα αλογάκια της Σκύρου που στα χέρια επιτηδείων γίνονται (τρομάρα μας) εργαλεία διασκέδασης των παιδιών για πέντε ευρώ την ολιγόλεπτη ανάβαση στην πλάτη τους. Λέω εργαλεία διασκέδασης γιατί αυτά που ισχυρίζονται οι ιδιοκτήτες τους ή οι βαλκάνιοι εκμεταλλευτές τους περί γνωριμίας των παιδιών με το προστατευόμενο και μοναδικό είδος αλόγων, είναι φτηνές δικαιολογίες που δεν χωράνε σε καμιά υγιή σκέψη. Οι άνθρωποι αυτοί με εντελώς αυθαίρετο τρόπο και πέρα φαντάζομαι από τις επιταγές του κάθε νόμου, περιφέρουν τα άτυχα ζωντανά από πανηγύρι σε πανηγύρι και κερδίζουν από τη βλακεία του κόσμου και τη λανθάνουσα φιλοζωία μας αρκετά χρήματα. Είναι σαφώς δικαίωμά τους αυτό αφού κατέχουν το αλογάκι αλλά οι δραστηριότητές τους δεν συνάδουν με το γενικό αίσθημα που υπαγορεύει την φροντίδα και την προστασία για το μοναδικό αυτό είδος ζώου. Αίσθημα που σαφώς θα ήθελε τα ζώα να μείνουν στον τόπο τους να πολλαπλασιαστούν και να αναπτυχθούν κανονικά και όποιος θέλει να τα γνωρίσει να πηγαίνει εκεί να τα βλέπει κι έτσι να αυξηθεί και το τουριστικό ρεύμα όλο το χρόνο σε αυτό το ξεχασμένο νησί.



Αντ’ αυτού όμως τα βλέπουμε τσακισμένα από την κακοπέραση και ναρκωμένα από το στρες να περιφέρονται από κάποιες συντεχνίες αλλοδαπών κυρίως στην καρδιά της Αθήνας, να τα παρκάρουν μπροστά στη Βουλή των Ελλήνων και να βόσκουν στο γκαζόν της πλατείας Συντάγματος για να διασκεδάσουν κάποια παιδάκια που κανένας μέχρι σήμερα δεν φρόντισε να τους μάθει τι είναι η αληθινή φύση και πως συμπεριφερόμαστε στα ζωντανά. Χώρια που κανένας δεν ξέρει σε τι κατάσταση βρίσκεται η υγεία τους και αν ενδεχομένως έχουν κάποια αρρώστια που μπορεί να βλάψει τον άνθρωπο – όπως κοτόπουλα, γουρούνια κλπ που μας απασχολούν μονίμως με τις γρίπες τους.



Πιστεύω πως μέσα σε αυτό το απέραντο τσίρκο που είναι η Αθήνα δεν υπάρχει κανένας υπεύθυνος για αυτά τα ζώα. Ούτε κανένας πάλι νομίζω πως υπάρχει να εμποδίσει τους άθλιους «ιδιοκτήτες» τους να τα φέρνουν στο Σύνταγμα ή κάποια υπηρεσία τέλος πάντων, αφού στην κοινωνία μας έχουν τιμή και αγοράζονται, να θεσπίσει ένα κανονισμό γι’ αυτά. Επειδή ξέρω πάλι πως καμία φιλοζωϊκή οργάνωση ή άλλη οικολογική δεν δείχνουν ενδιαφέρον γι’ αυτά τα ζώα, οι πρώτες λόγω πραγματικής αδυναμίας να διαχειριστούν το είδος και οι δεύτερες λόγω άλλων προτεραιοτήτων (εμ δεν είναι αρκούδα το πόνυ) νομίζω πως η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ως πολίτες είναι η απόλυτη περιφρόνηση προς τους μουλαράδες και τους δημοτικούς άρχοντες που απαξιώνουν την πόλη και προσβάλλουν τη ζωή μας με αυτό τον τρόπο.


Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ...


Άλλο πράγμα θυμάμαι ήταν τα περασμένα χρόνια η κατάλευκη ύπαιθρος και τα χιονισμένα δάση του Τυμφρηστού και άλλο πράγμα ο βαρύς χειμώνας μέσα και γύρω στα χωριά που κυκλοφορούσαν ακόμα πολλοί άνθρωποι και ζωντανά κάθε είδους και άφηναν τα σημάδια από το πέρασμά τους στα χωράφια, τις αυλές και τους δρόμους. Βάσει αυτών μάλιστα, ο καθένας μπορούσε να καταλάβει ένα σωρό πράγματα – από το ποιος πάτησε το χιόνι μέχρι την υγεία του όποιου σκύλου και του κοπαδιού ακόμη που πήγε στη βρύση να ποτιστεί…

Η κατάλευκη εξοχή εκείνα τα χρόνια ήταν ένας χώρος που το χιόνι την καθιστούσε άβατο για τους περισσότερους ανθρώπους πλην ορισμένων ξωμάχων κτηνοτρόφων που είχαν τις καλύβες τους στα χωράφια τους και πηγαινοέρχονταν φροντίζοντας τα ζωντανά τους και λίγων συγχωριανών που τους άρεσε να βγαίνουν για κυνήγι. Τότε θυμάμαι δεν ίσχυαν οι σχετικές απαγορεύσεις, τα θηράματα ήταν εν αφθονία κι έτσι όποιος διέθετε όπλο έβγαινε μια βόλτα στα χωράφια να χτυπήσει κανένα πουλί και σπανιότερα κάποιο λαγό για νοστιμέψει λιγάκι το μονίμως χειμαζόμενο τραπέζι της φτωχής οικογένειας.

Στο δάσος πήγαιναν επίσης και οι κτηνοτρόφοι -πάντοτε κρυφά και με το φόβο του δασοφύλακα- να κόψουν κλαδιά ελάτων και μελά να ταΐσουν τα αρνοκάτσικά τους γιατί οι αποθηκευμένες ζωοτροφές δεν τους επαρκούσαν. Το χλωρό έλατο ήταν μια καλή και θρεπτική τροφή για τα ζώα και ιδιαίτερα για αυτά που είχαν γεννήσει και θήλαζαν. Έτρωγαν μέχρι και τη φλούδα των κλαδιών και κάποιες φορές το γάλα τους είχε γεύση ελάτου, όπως άλλωστε και των αγελάδων χαμομήλι από το σανό που είχε μέσα αυτό το μυρωδάτο φυτό. Ο μελάς (το γνωστό ως γκι, είναι ένα παράσιτο των ελάτων κυρίως με πολύ τρυφερά φύλλα το οποίο ήταν επίσης εξαιρετική τροφή των ζώων που στέγνωνε το στόμα τους από την ξηρά τροφή αλλά απαιτούσε ιδιαίτερη τόλμη από όποιον επιχειρούσε να ανεβεί το δέντρο και δεν ήταν σπάνιο να υπάρχουν θύματα από αυτή την ενέργεια.

Φυσικά ουδέποτε θυμάμαι το χιονισμένο τοπίο εκείνα τα χρόνια να αποτελούσε αισθητική συγκίνηση - πόσο μάλλον να ενέπνεε κάποια διάθεση απόλαυσης καθώς εκείνες οι αγροτικές κοινωνίες το έβλεπαν ως δεσμά στον τόπο και στοιχείο αποκλεισμού. Είχαν βέβαια το λόγο τους να βλέπουν έτσι το χειμώνα γιατί μια παράταση του χιονιού στο έδαφος έστω για λίγες ημέρες απ’ όσο είχαν υπολογίσει, είχε πολλές φορές θλιβερά αποτελέσματα για την κτηνοτροφία τους. Κι αυτό επειδή δεν διέθεταν μεγάλους χώρους αποθήκευσης ζωοτροφών ή απλά δεν είχαν την απαραίτητη έκταση να τις καλλιεργήσουν και πολλές φορές τα ζωντανά τους πείναγαν. Ούτε δρόμοι υπήρχαν – και να υπήρχαν δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν ζωοτροφές από άλλο μέρος κι έτσι διέτρεχαν πάντα τον κίνδυνο να χάσουν το κοπάδι τους. Κι από τους συγχωριανούς τους πάλι δεν μπορούσαν να ζητούσουν ούτε ένα δεμάτι κλαρί γιατί όλοι βρίσκονταν στην ίδια θέση.

Εκείνα τα χρόνια επίσης λίγα ήταν τα χωριά που είχαν σωστούς δρόμους που να τα συνδέουν με τον έξω κόσμο και αν είχαν, μέχρι να έρθουν τα μηχανήματα να τους καθαρίσουν από το χιόνι κόντευε πολλές φορές να πιάσει ο Μάρτης. Έτσι, όποιος είχε ανάγκη να βγει έξω από το χωριό δεν είχε άλλη επιλογή από το να πάει με τα πόδια ως τον κοντινότερο ανοιχτό δρόμο κι από εκεί αν έβρισκε μέσο να προωθηθεί στον προορισμό του. Σημειώνουμε πως αυτή η έξοδος γινόταν μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης και στην επιχείρηση συμμετείχε πολλές φορές σχεδόν ολόκληρο το χωριό και όλοι αγωνιούσαν μέχρι να μάθουν πως ο συγχωριανός τους έφθασε ασφαλής εκεί που ήθελε.

Από πού και πώς να το μάθουν, ήταν κι αυτό ένα ζήτημα καθώς ποτέ δεν ήταν σίγουρο πως ένα χιονισμένο δέντρο δεν θα έπεφτε πάνω στα σύρματα του τηλεφώνου και αν η βλάβη ήταν εύκολο να αποκατασταθεί από τους τεχνικούς του ΟΤΕ. Το ίδιο ίσχυε βέβαια και για όσα χωριά είχαν ηλεκτρικό γιατί από το βάρος του χιονιού κόβονταν συνεχώς τα σύρματα και άντε να ψάχνουν οι τεχνικοί της ΔΕΗ τώρα που ήταν η βλάβη και πώς να την διορθώσουν. Βέβαια το ηλεκτρικό ήταν το τελευταίο που απασχολούσε τους χωριάτες γιατί ακόμα δεν είχαν γεμίσει τα σπίτια με ηλεκτρικές συσκευές και ευαίσθητα προϊόντα που απαιτούσαν ψυγεία.

Το πώς άνοιγαν τους δρόμους μέσα στα χωριά ήταν κάτι το ιδιαίτερα απλό. Τον πρώτο που πάταγε το χιόνι ακολουθούσε ένας άλλος και πατημασιά στην πατημασιά άνοιγε το αυλάκι που τους επέτρεπε να πάνε από σπίτι σε σπίτι, στις καλύβες ,στα καφενεία, την εκκλησία και το σχολείο το οποίο ακόμα και με ένα μέτρο χιόνι λειτουργούσε. Ήταν βλέπετε τότε όλα τα παιδιά μαθημένα από δυσκολίες και μπορούσαν να βαδίσουν αρκετή απόσταση μέσα στο χιόνι κι ακόμα, επειδή με το πολύ χιόνι δεν υπήρχαν εργασίες στα χωράφια και στα κοπάδια που έπρεπε να συμμετάσχουν ο βαρύς χειμώνας ήταν μια καλή ευκαιρία για περισσότερη ίσως μελέτη και προσοχή στα πράγματα και τα διδάγματα του σχολείου.

Ένας μονοπάτι πάλι που άνοιγε υποχρεωτικά ο πρώτος που δεν είχε φροντίσει όσο ήταν καλός ο καιρός να έχει στο αμπάρι του αρκετό αλεύρι και μετά ακολουθούσαν οι άλλοι, ήταν αυτό που οδηγούσε στο μύλο του χωριού ενώ σε έκτακτες περιπτώσεις, όλοι οι χωριανοί άνοιγαν με φτυάρια το δρόμο ως το νεκροταφείο.

Σήμερα βέβαια τα πράγματα έχουν εντελώς αλλάξει και ο χειμώνας ακόμη και για τους λίγους εναπομείναντες μόνιμους κατοίκους των ορεινών χωριών μεταβάλλεται σε ένα στοιχείο κατανάλωσης όπως αυτή προβάλλεται από τα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά. Ο χειμώνας σύμφωνα με αυτή την αντίληψη είναι μια εποχή που ο καταναλωτής πρέπει να επισκεφτεί τα ορεινά χωριά, να μείνει σε ξενώνες που να έχουν ικανοποιητική θέρμανση και απαραίτητα μεγάλο τζάκι. Να πάνε στην ταβέρνα με τα παραδοσιακά προϊόντα, όπως χοιρινό από το σούπερ μάρκετ της κοντινής πόλης, τυρί από την τάδε γαλακτοβιομηχανία, ψωμί από φούρνο της πόλης και άλλα τέτοια που ενθουσιάζουν τους επισκέπτες οι οποίοι δεν ξεχνούν επίσης να αγοράσουν και χωριάτικα λουκάνικα, παραδοσιακά γλυκά, κρασιά, τσίπουρα και άλλα αγαθά που παράγονται οπουδήποτε της Ελλάδας αλλά βαφτίζονται τοπικά μόλις περάσουν το κατώφλι κάθε χωριού και τα ίδια μπορείς να βρεις οπουδήποτε αλλού με διαφορετική εννοείται ετικέτα.

Δεν υπάρχει πλέον ο χειμώνας που ξέραμε αλλά μια εποχή που ανεξάρτητα από το κρύο και τα χιόνια μοιάζει απελπιστικά με όλες τις άλλες του χρόνου και τη διαφορά της κάνουν οι γιορτές των Χριστουγέννων και του νέου έτους όπως το Πάσχα για την άνοιξη ή ο Δεκαπενταύγουστος για το καλοκαίρι. Μια εποχή που το νόημά της έχει χαθεί κάτω από την ομοιομορφία της άνεσης που όλοι επιθυμούν να έχουν σαν κινούνται στο σκηνικό που είναι πλέον ολόκληρη η χώρα. Ένα σκηνικό που κατεβαίνει μόλις εξοφληθεί ο λογαριασμός μιας ακόμη εξόδου στην άδεια ελληνική περιφέρεια και αρχίσει το ταξίδι της επιστροφής…

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ



Το χιόνι είναι ένα φαινόμενο που σαφώς δεν κάνει διακρίσεις και ανάλογα με την έντασή του και το υψόμετρο του τόπου, όταν πέφτει πάνω σε κάθε πράγμα της γης του αυξάνει το ύψος από λίγα εκατοστά μέχρι πολλές φορές το ένα μέτρο. Το χιόνι δεν μπορεί να πέσει περισσότερο στο ένα χωράφι ή λιγότερο στο άλλο ή να καλύψει μια στέγη και να αφήσει άδεια τη διπλανή της. Ένας παράγοντας πάλι που κάποιες φορές επηρεάζει το ύψος του χιονιού είναι ο δυνατός αέρας, τα νερά που τρέχουν στην επιφάνεια της γης, το είδος και η μορφή των δέντρων και βεβαίως το υλικό που είναι φτιαγμένη η όποια στέγη.

Στην πρώτη περίπτωση ο αέρας όταν είναι δυνατός, αρπάζει κυριολεκτικά τις νιφάδες προτού ακόμα πέσουν στη γη και τις στοιβάζει στα σημεία που κόβεται η έντασή του και συχνά δημιουργεί στρώματα ύψους πολλών μέτρων. Αυτό συμβαίνει στις ανοιχτές πλαγιές των βουνών που ο αέρας κυριολεκτικά ξυρίζει τις εκτεθειμένες σε αυτόν γυμνές επιφάνειες και οδηγεί το χιόνι στις βαθιές χαράδρες όπου το ύψος του πολλές φορές είναι απύθμενο. Όταν πάλι πέφτει πάνω σε τρεχούμενα νερά ή σημεία που ποτίζονται από πηγές, ένας όγκος από τη μάζα του λιώνει και κυλά αόρατο κάτω από το στρώμα που διαρκώς χάνει ύψος εκτός από την περίπτωση που παγώσει οπότε και κερδίζει λίγους πόντους σε ύψος.

Το ύψος του χιονιού πάνω στα δέντρα ποτέ δεν είναι ίδιο. Αλλιώς στοιβάζεται πάνω στα έλατα και στα αειθαλή, αλλιώς πάνω στις λεύκες κι αλλιώς πάνω στους θάμνους. Στα ελατοδάση για παράδειγμα επικάθεται βαριά πάνω στα κλαδιά των ελάτων και ανάλογα με την αντοχή τους παραμένει εκεί αρκετές ημέρες ενώ στις λεύκες, λόγω του ύψους τους και τον αέρα πολύ σπάνια και μόνο σαν είναι χαμηλές οι θερμοκρασίες μπορεί να δημιουργήσει ένα λεπτό στρώμα. Το ίδιο γίνεται και με τα υπόλοιπα φυλλοβόλα αλλά ανάλογα σε κάθε είδος είναι και οι συνέπειες στα κλαδιά του από το βάρος του χιονιού.

Στις καρυδιές για παράδειγμα, όπως και στις μηλιές ή τις καστανιές όταν στα κλαδιά τους μαζευτεί μεγάλος όγκος χιονιού τότε σπάζουν ενώ το φαινόμενο είναι πιο σπάνιο στις κερασιές ή στις φουντουκιές που τα κλαδιά τους έχουν άλλη διάταξη πάνω στον κορμό. Οι θάμνοι: κέδρα, πουρνάρια, φιλίκια ακόμα και οι πυράκανθοι δεν έχουν πρόβλημα από τον όγκο του χιονιού λόγω της απόστασης των κλαδιών τους από το έδαφος ενώ πολλές φορές βρίσκονται στη δεινή θέση να φορτωθούν στις πλάτες τους και το χιόνι που πέφτε από τα κλαδιά των υπερκείμενων από αυτούς δέντρων και τότε επιστρατεύουν την υπομονή τους.

Σε γενικές γραμμές πάντως το χιόνι λειτουργεί ως ο αόρατος μέγας ξυλοκόπος γιατί με το βάρος του επιτελεί το μέγα έργο της αφαίρεσης από τα δέντρα των νεκρών και ασθενικών κλάδων οι οποίοι καθώς πέφτουν παρασύρουν στο έδαφος από το ίδιο αλλά και τα παρακείμενα δέντρα πολλά υγιή κλαδιά. Έτσι δημιουργούν κάτω από το δέντρο ένα στρώμα από καυσόξυλα με τα οποία πορεύονταν παλαιότερα οι κάτοικοι των παραδασόβιων χωριών ενώ τώρα ουδείς ασχολείται με αυτά και στις ημέρες μας αποτελούν τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για την ανάφλεξη των δασών.

Είναι φορές όμως και ιδιαίτερα όταν ενσκήπτει έντονος νοτιάς ο οποίος φέρνει και πολύ βαρύ χιόνι ορισμένα δέντρα να λυγίσουν από το βάρος και να πέσουν στη γη παρασύροντας πότε λίγα αλλά και κάποιες φορές ολόκληρες συστάδες στο θάνατο. Έτσι παρατηρούμε πολλές φορές μεγάλες γυμνές λωρίδες μέσα στο δάσος και τούτο οφείλεται ακριβώς στην αδυναμία των δέντρων να σηκώσουν το βάρος του χιονιού. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα δέντρα καλούνται «κατακείμενα» και τα οποία είναι τα μόνα τα οποία μπορούν να απομακρύνουν από το δάσος για να καλύψουν τις ανάγκες τους αλλά αν δεν είναι δίπλα στο δρόμο αφήνονται να σαπίσουν και να γίνουν λίπασμα για τις επερχόμενες γενιές των δέντρων και του κόσμου του δάσους.